ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΤΗΚΕ Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΣΗΜΑΙΑ;






Η Τούρκικη σημαία, και το αντίστοιχο "εθνικό σύμβολο" των Τούρκων, προέρχεται από ένα σύμβολο του Βυζαντίου, αλλά της αρχαιοελληνικής πόλης Βυζάντιον, που υπήρχε στην θέση της Κωνσταντινούπολης.
Αυτό το σήμα, που είναι πανάρχαιο και απαντάται ως λατρευτικό σύμβολο της θεάς Εκάβης, έγινε σύμβολο της πόλης του Βυζαντίου όταν ο Φίλιππος, πατέρας του Μεγαλέξανδρου, προσπάθησε να καταλάβει αυτή την πόλη, και μια νύχτα με συννεφιά, έστειλε πολεμιστές (σαν καταδρομική επιχείρηση) να περάσουν τα τείχη, για να αλώσουν την πόλη.
Ξαφνικά, εμφανίστηκε το φεγγάρι, οι εισβολείς έγιναν αντιληπτοί, και αποκρούστηκε η επίθεση. Από τότε, και επειδή θεωρήθηκε ως θεϊκή βοήθεια προς την πόλη, έγινε σύμβολο της πόλης του Βυζαντίου.
Από εκεί έμεινε ως σύμβολο παραδοσιακά και στην Κωνσταντινούπολη, το βρήκε και ο Μωχάμεντ ο πορθητής (και οι επόμενοί του), και όπως χρησιμοποίησε τα πάντα που βρήκε από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, για να δώσει αυτοκρατορική χροιά στην πλιατσικολογική Οθωμανική κατάκτηση, το έκανε ένα σύμβολο της Οθωμανικής κυριαρχίας, και έτσι έμεινε ως μουσουλμανικό σύμβολο.
Η διπλανή φωτογραφία είναι από ένα κέρμα των Βυζαντίων και αν θα προσέξετε, το γράφει: ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ




Αποστάγματα....σοφίας


Η τσεκουριά γιατρεύεται με το χρόνο, ο κακός λόγος ποτέ.

Θα πετυχαίναμε πολλά , αν ακολουθούσαμε τις συμβουλές που δίνουμε στους άλλους.


Ο σοφός μιλάει για ελάχιστα από όσα γνωρίζει.Ο ανόητος έχει γνώμη για τα πάντα και κυρίως γι’αυτά που δε γνωρίζει.


Ο εργατικός είναι πάντα ένα μέρος της λύσης.
Ο τεμπέλης είναιπάντα ένα μέρος του προβλήματος.
Ο εργατικός έχει πάντα ένα πρόγραμμα.
Ο τεμπέλης έχει πάντα μια δικαιολογία.
Ο εργατικός λέει:”θα το κάνω”.
Ο τεμπέλης λέει:”Δεν είναι δουλειά δική μου”
Ο εργατικός βλέπει μια λύση σε κάθε πρόβλημα.
Ο τεμπέλης βλέπει ένα  πρόβλημα σε κάθε λύση.
Από αυτούς τους δυο ο νικητής στη ζωή είναι πάντα ο εργατικός.


Τρία πράγματα χρειάζονται για τη μόρφωση και την ψυχική καλλιέργεια του ανθρώπου:η φύση,η μάθηση και η άσκηση.Το πρώτο προσφέρεται.Τα άλλα δυο κατακτώνται. (Αριστοτέλης)


Όταν γεννιέται στις Ινδίες ένα παιδί , ο αρχηγός της φυλής το σηκώνει ψηλά λέγοντας:
-Έρχεσαι στον κόσμο κλαίγοντας ,ενώ όλοι γύρω σου γελάνε.
    Προσπάθησε να ζήσεις έτσι, ώστε όταν φύγεις από τον κόσμο εσύ να γελάς ,ενώ όλοι γύρω σου θα κλαίνε.


               Το παιδί μαθαίνει:
Αν ζει μέσα στην κριτική_ μαθαίνει να κατακρίνει
Αν ζει μέσα στην έχθρα_ μαθαίνει να καυγαδίζει
Αν ζει μέσα στην ειρωνεία_ μαθαίνει να είναι ντροπαλό
Αν ζει μέσα στην ντροπή_ μαθαίνει να αισθάνεται ένοχο
Αν ζει μέσα στην κατανόηση_ μαθαίνει να είναι υπομονετικό
Αν ζει μέσα στην ενθάρρυνση_ μαθαίνει να έχει εμπιστοσύνη
Αν ζει μέσα στον έπαινο_ μαθαίνει να εκτιμά
Αν ζει μέσα στην δικαιοσύνη_ μαθαίνει να είναι δίκαιο
Αν ζει μέσα στην ασφάλεια_ μαθαίνει να πιστεύει
Αν ζει μέσα στην επιδοκιμασία_ μαθαίνει να έχει αυτοεκτίμηση
Αν ζει μέσα στην παραδοχή και τη φιλία_ μαθαίνει να βρίσκει την αγάπη μέσα στον κόσμο


Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ο ΠΑΧΥΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΥΝΑΤΟΣ

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
O Παχύς και ο Αδύνατος
Πρωτοδημοσιευμένο το 1883, το σύντομο διήγημα του Tσέχωφ παρουσιάζει με ανθρωπιά, χιούμορ και λεπτή παρατήρηση τις ανθρώπινες σχέσεις (και την αλλοτρίωσή τους) στο περιβάλλον των γραφειοκρατών της τσαρικής Pωσίας.
Στο σιδηροδρομικό σταθμό του τσάρου Νικολάου συναντήθηκαν δυο φίλοι. Ένας παχύς κι ένας αδύνατος. O Παχύς μόλις είχε γευματίσει στο σταθμό, και τα χείλια του, γεμάτα λίπος, γυάλιζαν σαν γινωμένα βύσσινα. Μύριζε κρασίλα κι άρωμα. O Αδύνατος μόλις κατέβηκε από το βαγόνι, φορτωμένος με βαλίτσες, μπόγους και κιβώτια. Αναδινόταν από πάνω του μια μυρουδιά από χοιρομέρι και κατακάθια καφέ. Πίσω από τη ράχη του ξεμύτιζαν μια αδύνατη γυναίκα με μακρουλό πιγούνι, η γυναίκα του, κι ένα ψηλό γυμνασιόπαιδο με μισοκλεισμένα τα μάτια, ο γιος του.
«Πορφύρη!», αναφώνησε ο Παχύς βλέποντας τον Αδύνατο. «Εσύ; Αγαπητέ μου, αγαπητέ μου! Χρόνια και ζαμάνια!»
«Έλα Χριστέ και Παναγιά!», είπε έκπληκτος ο Αδύνατος. «Μίσια! Παιδικέ μου φίλε! Από πού έρχεσαι;»
Oι δυο φίλοι αλληλοασπάστηκαν τρεις φορές έχοντας καρφωμένα ο ένας στον άλλον τα δακρυσμένα μάτια τους. Έμειναν κι οι δυο ευχάριστα κατάπληκτοι.
«Καλέ μου φίλε!», άρχισε να λέει ο Αδύνατος μετά τον ασπασμό. «Πού να το περιμένω! Να, αυτή είναι μια έκπληξη! Κοίταξέ με λοιπόν καλά! Τι όμορφος που ήμουνα! Τι γοητευτικός και δανδής! Αχ, κι εσύ, Θεέ μου! Πώς είσαι λοιπόν; πλούσιος; παντρεμένος; Εγώ, όπως βλέπεις, παντρεύτηκα… Να, αυτή εδώ είναι η γυναίκα μου, η Λουίζα, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή… Κι αυτός είναι ο γιος μου, ο Ναθαναήλ, μαθητής στην τρίτη τάξη. Αποδώ, Ναθάνια, είναι ο παιδικός μου φίλος! Φοιτούσαμε μαζί στο Γυμνάσιο!»
O Ναθαναήλ σκέφτηκε λιγάκι κι έβγαλε το καπέλο.
«Στο Γυμνάσιο φοιτούσαμε μαζί!», συνέχισε ο Αδύνατος. «Θυμάσαι το παρατσούκλι που μας είχαν βγάλει; Εσένα σε φώναζαν Ηρόστρατο, επειδή έκαψες με το τσιγάρο ένα δημόσιο βιβλίο· κι εμένα Εφιάλτη, γιατί μου άρεσε να είμαι μαρτυριάρης. Χο, χο… Τι παιδιά που ήμασταν! Μη φοβάσαι, Ναθάνια! Πήγαινε κοντά του… Κι αποδώ η γυναίκα μου, το γένος Βάντσενμπαχ… Λουθηρανή».
O Ναθαναήλ σκέφτηκε λίγο και κρύφτηκε πίσω από τον πατέρα του.
«Λοιπόν, πώς περνάς φίλε;», ρώτησε ο Παχύς κοιτάζοντας με ενθουσιασμό τον φίλο του. «Υπηρετείς ακόμα; Πού;»
«Υπηρετώ, αγαπητέ μου! Έχω τον όγδοο βαθμό, κοντεύει δυο χρόνια τώρα. Πήρα και τοπαράσημο Στανισλάβα*. O μισθός είναι μικρός… Ε, δόξα να 'χει ο Θεός! Η γυναίκα μου παραδίνει μαθήματα μουσικής, κι εγώ, συμπληρωματικά, φτιάχνω ξύλινες ταμπακιέρες. Πολύ καλές ταμπακιέρες! Τις πουλάω ένα ρούβλι τη μία. Αν κάποιος πάρει πάνω από δέκα, τότε, καταλαβαίνεις, του κάνω και σκόντο*. Κάπως τα καταφέρνουμε. Υπηρετούσα, ξέρεις, σ' ένα τμήμα, αλλά τώρα πήρα μετάθεση για εδώ, ως τμηματάρχης, στον ίδιο Oργανισμό… Λοιπόν, εσύ πώς τα πας; Σίγουρα θα είσαι πια σύμβουλος; Ε;»
«Όχι, αγαπητέ μου, ανέβα πιο ψηλά», είπε ο Παχύς. «Έχω ήδη φτάσει μυστικός σύμβουλος… Έχω δυο παράσημα».
O Αδύνατος ξαφνικά χλώμιασε, έμεινε σύξυλος κι αμέσως ύστερα το πρόσωπό του παραμορφώθηκε σ' ένα πλατύ χαμόγελο. Έδειχνε σαν να έβγαζε σπίθες από τα μάτια και το πρόσωπό του. Το σώμα του μαζεύτηκε, καμπούριασε, στένεψε… Oι βαλίτσες του, οι μπόγοι και τα κιβώτια κουβαριάστηκαν, ζάρωσαν… Το μακρύ πιγούνι της γυναίκας του έγινε ακόμα πιο μακρουλό. O Ναθαναήλ στάθηκε τεντωμένος σε στάση προσοχής και κούμπωσε όλα τα κουμπιά της στολής του…
«Εγώ, εξοχότατε… Χαίρω πολύ! Φίλος, ας πούμε, παιδικός και να που, ξαφνικά, μεταμορφώνεστε σ' έναν τέτοιον άρχοντα! Χι, χι».
«Φτάνει λοιπόν, πάψε!», είπε μορφάζοντας ο Παχύς. «Γιατί αυτό το ύφος; Εγώ κι εσύ είμαστε φίλοι από παιδιά κι αυτή εδώ η δουλοπρέπεια δεν έχει κανένα νόημα!».
«Προς Θεού… Τι, εσείς…», κρυφογέλασε ο Αδύνατος, ζαρώνοντας πιο πολύ ακόμα. «Η ευμένεια της εξοχότητάς σας… είναι σαν ζωογόνα δροσιά… Να, εξοχότατε, αποδώ ο γιος μου ο Ναθαναήλ… η γυναίκα μου η Λουίζα, Λουθηρανή, ας πούμε…»
O Παχύς ήθελε να αντιδράσει κάπως, αλλά στο πρόσωπο του Αδύνατου ήταν ζωγραφισμένος τόσος σεβασμός, τόση γλυκάδα και τόση ευλαβική ξινάδα, που στον Μυστικό Σύμβουλο έφερναν αναγούλα. Έδωσε το χέρι του στον Αδύνατο να τον αποχαιρετήσει κι έστρεψε τα νώτα του.
O Αδύνατος, πιάνοντας το χέρι, έσφιξε τα τρία δάχτυλα, υποκλίθηκε από το κεφάλι ως τα πόδια και γέλασε χαιρέκακα, σαν Κινέζος: «Χι, χι, χι». Η γυναίκα του χαμογέλασε. O Ναθαναήλ έσυρε το πόδι του σε στάση προσοχής και το πηλήκιο από το κεφάλι του έπεσε κάτω. Όταν και οι τρεις ευχάριστα κατάπληκτοι.




Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

ΑΡΧΑΙΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

Γ/ΣΙΟ ΕΥΗΝΟΧΩΡΙΟΥ                                                    ΣΧΟΛ.ΕΤΟΣ:2013-2014 
              


ΤΜΗΜΑ…………..
ΗΜΕΡ/ΝΙΑ………..
ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ………………………

ΩΡΙΑΙΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ B ΤΡΙΜΗΝΟΥ ΣΤΗΝ  ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΑΠΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ(ΙΛΙΑΔΑ –ΡΑΨΩΔΙΑ Ζ,στ.440-465,474-481,503-513)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Α

Και προς αυτήν απάντησε ο λοφοσείστης Έκτωρ: 
«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά 
φοβούμαι
και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,
αν μ' έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην·
ουδ' η καρδιά μου θέλει το, που μ' έμαθε να είμαι 
γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχομαι των Τρώων 
χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη·
ότ' είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου·
θα φθάσ' η μέρα να χαθεί κι η Ίλιος η 
αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του. 
Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο 
και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου 
και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι
από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα,
όσ' ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρει
εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίεις,
εις τ' Άργος 
ξένον ύφασμα θα υφαίνεις προσταγμένη·
απ' την 
Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα
νερό θα φέρνεις στανικώς, από σκληρήν ανάγκην·
κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: "Ιδέτε την συμβίαν
του Έκτορος που πρώτευε 
των ιπποδάμων Τρώων
στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν".
Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήσει ο πόνος 
του ανδρός εκείνου, οπού δεν ζει διά να σε ελευθερώσει. 
Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ' 
όνειδος ν' ακούσω, 
βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάσει ο τάφος».

Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του
κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία, 
κι όλ' οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου
τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπει,
στ' άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιον βασιλέας,
και ως έρχεται απ' τον πόλεμον μ' άρματα αιματωμένα
εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη 
και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ Β

Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του ο Πάρις·
εζώσθη τα πολύχαλκα και υπέρλαμπρα άρματά του, 
την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν πτεροπόδης·
και ως όταν σπάσει τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος, 
βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,
να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος· 
την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει, 
και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν
στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του,
ομοίως απ' την 
Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις
περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ
1.Ποιος είναι ο ρόλος  της κοινής γνώμης για τον Έκτορα;

2.Από ποιο σημείο του κειμένου φαίνεται η αγάπη του Έκτορα για την Ανδρομάχη;Ποια ήταν η τύχη των αιχμάλωτων πολέμου;

3.Ποια αντίφαση διαπιστώνετε στα λόγια του Έκτορα προς την Ανδρομάχη και στην προσευχή  για το γιο του;

4.Να αναλύσετε την πλατιά παρομοίωση με την οποία παρουσιάζει ο ποιητής τον Πάρη.




Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

ΦΩΤΑ-ΟΛΟΦΩΤΑ


ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ" ΚΟΣΜΟΚΑΛΟΓΕΡΟ "ΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο έργο του,  μέσα από τη ζωή και τα δρώμενα της μικρής κοινωνίας της Σκιάθου εκείνης της εποχής, αποτυπώνει μια διαχρονική και με βαθιά εσωτερικότητα σκιαγράφηση των ανθρώπινων σχέσεων και του κόσμου.
Ο Οδυσσέας Ελύτης  στη μελέτη του «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», αναγνωρίζοντας αυτό το μεγαλείο του έργου του  σχολιάζει : 
« Κι εδώ συλλογιέται κανείς, πώς αυτά τα εξήντα περίπου τετραγωνικά χιλιόμετρα με τις τρείς χιλιάδες ψυχές έφθασαν ν’ αποκτήσουν τη σημασία ολόκληρης ηπείρου.» 
Αποκάλυψη της ψυχής και ερμηνευτική της όλης προσωπικότητάς του Αλ. Παπαδιαμάντη είναι η φωτογραφία το 1906 του Παύλου Νιρβάνα, όπου όπως ο ίδιος εξιστορεί, ήταν «θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου», γιατί «δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα.»
Η σεμνότητα του Σκιαθίτη δημιουργού εκφράζεται παντού, στο έργο του, στον τρόπο ζωής του, στο λιτό και ασκητικό σπίτι του, που τόσο γλαφυρά περιγράφει ο Γιώργος Σεφέρης, μετά την επίσκεψή του το 1930. 

Το ίδιο σεμνά αποδίδει και κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία στο παρακάτω σημείωμα: 
"Εγεννήθην εν Σκιάθω τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχ(ολείον) εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α' και Β' τάξιν. Την Γ' εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κ' έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το 'Αγιον 'Ορος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. 
Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας κ' εφοίτησα εις την Δ' του Βαρβακείου. Τω 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουσα κατ' εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. 
Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κ' εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η «Μετανάστις», έργον μου, εις τον "Νεολόγον" Κων/πόλεως. Τω 1881 εν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τω 1882 εδημοσιεύθη «Οι 'Εμποροι των Εθνών» εις το "Μη χάνεσαι". Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά κ' εφημερίδας."


ΦΩΤΑ-ΟΛΟΦΩΤΑ


Εκινδύνευε να βυθισθεί εις το κύμα η μικρή βάρκα του Κωνσταντή του Πλαντάρη, πλέουσα ανάμεσα εις βουνά κυμάτων, έκαστον των οποίων ήρκει δια να ανατρέψει πολλά και δυνατά σκάφη και να μη αποκάμει, και εις αβύσσους, εκάστη των οποίων θα ήτο ικανή να καταπίει εκατόν καράβια και να μη χορτάσει. Ολίγον ακόμη και θα κατεποντίζετο. Άγριος εφύσα βορράς, οργώνων βαθέως τα κύματα, και η μικρά φελούκα, δια να μην αρμενίζει κατεπάν’ τον αέρα, είχε μαϊνάρει το πανί της, και είχε μείνει ξυλάρμενη και ωρτσάριζε κι εδοκίμαζε να κάμει βόλτες. Του κάκου. Μετ’ολίγον η θάλασσα επήρε τον ελεεινόν φελλόν εις την εξουσίαν της, και ο άνεμος τον έσυρεν εδώ κι εκεί, και ο Κωνσταντής ο Πλαντάρης εξέμαθεν εις την στιγμήν όσας βλασφημίας ήξευρε και ησχολείτο να κάμει την προσευχήν του, ενώ ο μικρός σύντροφός του, ο ναύτης Τσότσος, νέος δεκαεπτά χρόνων, εγδύνετο και ητοιμάζετο να πέσει εις την θάλασσαν, ελπίζων να σωθεί κολυμβών, και ο μόνος επιβάτης των, ο ζωέμπορος Πραματής, έκλαιε και εύρισκεν ότι δεν ήξιζε τον κόπον ν’αρμενίσει τις τόσην θάλασσαν δια να πνιγεί, αφού η γη ήτο ικανή να σκεπάσει με το χώμα της τόσους και τόσους.
Εκινδύνευε ν’ αποθάνει από τους πόνους η Μαχώ, η γυναίκα του Κωσταντή του Πλαντάρη, νεόγαμος, πρωτάρα. Η Πλανταρού, η πεθερά της, είχε καλέσει από το βράδυ της προλαβούσης ημέρας την μαμμήν την Μπαλαλίναν και την εμπροσθινήν την Σωσάνναν. Αι δύο γυναίκες, τεχνίτισσαι εις το είδος των, και η μήτηρ του συζύγου της κοιλοπονούσης, φιλόστοργος, ως πάσα πενθερά ήτις δεν επιθυμεί τον θάνατον της νύμφης της, όταν αύτη είναι πρωτάρα, πριν βεβαιωθεί ότι θα επιζήσει το παιδίον, δια να ασφαλισθεί η κληρονομία της προικός, επροσπάθουν, όσον το δυνατόν, να ανακουφίσουν τους πόνους της ωδινούσης. Και είχεν ανατείλει ήδη η άλλη ημέρα και ακόμη η γυνή εκοιλοπόνει, και η μαμμή, η εμπροσθινή και η πενθερά συνεπόνουν με αυτήν, και ο καλογερόπαπας του Μετοχίου του Αγίου Σπυρίδωνος είχε λάβει εντολήν να ψάλει μικράν και μεγάλην Παράκλησιν προς βοήθειαν της ωδινούσης.
Το σπιτάκι έκειτο επάνω εις την κορυφήν του μικρού νησιδίου προς μεσημβρίαν. Την πρωίαν της Παρασκευής, η βάρκα του Πλαντάρη είχε φανεί αντικρύ, αγωνιώσα εις τα κύματα, και δύο παιδία του γιαλού, απ’ εκείνα που περνούν τον καιρόν των κάτω από τον αρσανάν, μη γνωρίζοντα επί της ξηράς άλλην διατριβήν από τας συρμένας έξω φελούκας, ούτε άλλο παιγνίδι από την θάλασσαν, ήλθαν να πάρουν τα συχαρίκια της Πλανταρούς, ακούσαντα την είδησιν από πορθμείς, οι οποίοι είχον αναγνωρίσει μακρόθεν την βάρκαν. Και τότε η Πλανταρού είδε,
κι εκατάλαβεν από την τρικυμίαν, όπου ήτο εις το πέλαγος, ότι η βάρκα ανεβοκατέβαινεν εις τα κύματα κι εκινδύνευε να βουλιάξει, και τότε ενόησε τι θα ’πει να ’χει κανείς «δυο χαρές και τρεις τρομάρες». Διότι διπλή μεν χαρά θα ήτο να έφτανεν αισίως ο υιός της, να εγέννα με το καλόν και η νύμφη της· τριπλή δε τρομάρα ήτο ο κίνδυνος του υιού της, ο κίνδυνος της νύμφης της και ο κίνδυνος του προσδοκωμένου νεογνού. Ίσως δε θα ήτο τετραπλή η τρομάρα, αν προσετίθετο και ο φόβος μήπως τυχόν και η νύμφη της γεννήσει …θήλυ.

* * *

Επάνω εις την κορυφήν του λόφου, ευρίσκετο μονήρες το σπιτάκι, και κάτω εις την ακρογιαλιάν ήτο κτισμένον το χωρίον. Διακόσια σπίτια αλιέων, πορθμέων και ναυτών. Έν μίλιον απείχε το σπιτάκι από το χωρίον. Υπήρχε μικρός επισφαλής όρμος, αλλά δεν ήτο λιμήν. Έβλεπε μόνον προς μεσημβρίαν. Η αγωνία της βάρκας του Πλαντάρη ήτο ορατή από την πολίχνην, ορατή και από τον μεμονωμένον οικίσκον.
Η Πλανταρού ήρχισε τότε να μέμφεται πικρώς τον υιόν της δια την τόλμην και την αποκοτιά του. Τι ήθελε, τι γύρευε τέτοιες μέρες να κάμει ταξίδι; Δεν άκουε, ο βαρυκέφαλος, τη μάννα του, τι του έλεγε. Ακόμη τα Φώτα δεν είχαν έλθει. Ο Σταυρός δεν είχε πέσει στο γιαλό. Τον αβάσταχτο είχε; Δεν εκαρτερούσε, ο απόκοτος, δύο τρεις ημέρες, να φωτισθούν τα νερά, να αγιασθούν οι βρύσες και τα ποτάμια, να φύγουν τα σκαλικαντζούρια; Καλά να πάθει, γιατί δεν την άκουσε.
Όσον υψώνετο ο ήλιος προς το μεσουράνημα, τόσον ηύξανε και η αγωνία της Πλανταρούς. Η νύμφη της, υποστηριζομένη όπισθεν από την Μπαλαλού και κρεμαμένη έμπροσθεν από τον τράχηλον της Σωσάννας, εμούγκριζεν ως αγελάδα. Ο άνεμος εκεί κάτω, εις το πέλαγος, εφαίνετο ότι απεμάκρυνε το πλοιάριον αντί να το προσεγγίσει εις την ακτήν. Η βάρκα ολονέν εξέπεφτε μακρύτερα, αισθητώς εις το βλέμμα. Εις την νύμφην της η Πλανταρού εφυλάχθη να είπει τίποτα. Μόνον εξήρχετο συχνά εις τον εξώστην, προσποιουμένη ότι ήθελε να κουβαλήσει το εν και το άλλο, και έμενεν επί μακρόν κι εκοίταζε. Δεν επανήρχετο ειμή αν την ανεκάλει η μαμμή, η Μπαλαλού.
Επλησίαζεν ήδη η μεσημβρία και η αγωνία της Πλανταρούς έφθασεν εις το κατακόρυφον. Δεν εφαίνετο πλέον να υπάρχει ελπίς. Ο υιός της θα επνίγετο εκεί εις το άσπλαχνον πέλαγος, και την νύμφην της ομού με το έμβρυον θα την εσκέπαζεν η «μαύρη γης».
  Τέλος, η γραία απέκαμε. Η βάρκα έγινεν άφαντη…Και η σύζυγος του υιού της εγέννησεν ….άρρεν. Ω! το στρίγλικο, το κακοπόδαρο, ω! το γρουσούζικο, οπού ψωμόφαγε τον πατέρα του! Πνίξτε το! Σκοτώστε το! Τι το φυλάτε; Πετάτε το στο γιαλό, να πα να βρει τον πατέρα του! Κ’αυτή, η γουρουνοποδαρούσα η μάννα του, αυτή η πρωτάρα, η στερεμένη, αυτή η λεχώνα η λοχεμένη!... Ημπορείς, μαμμή, να την καρυδοπνίξεις, κειδά που θα ψοφολογήσει, στο κρεβάτι της, να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε παθαμένο το παιδί, και πως η μάννα ετελείωσε, καθώς κάθισε στα σκαμνιά, ημπορείς;

* * *

Δεν την εσκέπασεν η μαύρη γης την ταλαίπωρον μητέρα ομού με τον καρπόν των σπλάχνων της, και το πέλαγος ίλεων δεν έπνιξε τον πατέρα. Ο Πλαντάρης είχε τελειώσει προ πολλού την προσευχήν του, και ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχε φορέσει εκ νέου το υποκάμισον και την περισκελίδα του. Ο ζωέμπορος ο Πραματής επείσθη ότι ήτο καλός χριστιανός και ότι ήτο προωρισμένος να ταφεί εις ευλογημένον χώμα. Ο άνεμος είχε κοπάσει περί το δειλινόν, και ο κυβερνήτης ανέλαβε το κράτος του επί του μικρού σκάφους. Έπιασε δυνατά το τιμόνι και με τα πολλά ορτσαρίσματα ήλθεν η φελούκα εις μέρος απαγγερόν, δίπλα εις την ξηράν, ολίγα μίλια απώτερον του μικρού όρμου. Δια τούτο η βάρκα είχε γίνει άφαντος εις τα όμματα της Πλανταρούς, ήτις δεν είχε παύσει ν’αγναντεύει από το ύψος του εξώστου. Έφθασε δε ασφαλώς εις τον όρμον, ευθύς ως έπεσεν εντελώς ο άνεμος, βασίλευμα ηλίου.
Δεύτερα συχαρίκια επήραν της Πλανταρούς. Ο υιός της, αποστάζων άλμην, κατάκοπος, θαλασσοπνιγμένος, έφθασεν εις το σπιτάκι, άμα ενύκτωσε, κι εκεί μόνον έμαθε την ευτυχή είδησιν, ότι η συμβία του τού είχε γεννήσει κληρονόμον.

* * *
 Την επαύριον ήσαν Φώτα. Την άλλην ημέραν Ολόφωτα. Την εσπέραν της μεγάλης εορτής, άμα τη τριημερεύσει της λεχούς και του παιδίου, έβαλαν την σκαφίδα κάτω εις το πάτωμα και εγέμισαν με χλιαρόν νερόν βρασμένον με δάφνας και με μύρτους. Επρόκειτο να τελέσουν τα «κολυμπίδια» του παιδίου.
Η καλή μαμμή, η Μπαλαλού, εξήπλωσε το βρέφος μαλακά επί των ηπλωμένων κνημών της και ήρχισε να λύει τα σπάργανα. Είχε νυκτώσει. Μία λυχνία και δύο κηρία έκαιον επί χαμηλής τραπέζης. Το παιδίον, παχύ, μεγαλοπρόσωπον, με αόριστον ροδίζοντα χρώτα, με βλέμμα γαλανίζον και τεθηπός, ανέπνεε και ησθάνετο άνεσιν, καθ’όσον απηλλάσσετο των σπαργάνων.
Εμειδία προς το φως, το οποίον έβλεπε, κι έτεινε την μικράν χείρα δια να συλλάβει την φλόγα. Την άλλην χείρα την είχε βάλει εις το στόμα του, κι επιπίλιζε, επιπίλιζε. Τι ησθάνετο; Απερίγραπτον.
Η καλή μαμμή αφήρεσεν όλα τα σπάργανα, απέσπασεν αβρώς την φουστίτσαν και το υποκάμισον του βρέφους και το έρριψεν απαλώς εις την σκαφίδα. Ήρχισε να το πλύνει και να αφαιρεί τα άλατα, με τα οποία το είχε πιτυρίσει κατά την στιγμήν της γεννήσεως, αφού το είχε αφαλοκόψει. Αφήρεσε και το βαμβάκιον, με το οποίον είχε περιβάλει τας παρειάς και την σιαγόνα του παιδίου, δια να κάμει άσπρα γένεια.
Έλαβε την «μασά», την σιδηράν λαβίδα, από την εστίαν και την έβαλε μέσα εις την σκάφην, δια να γίνει το παιδίον σιδεροκέφαλον.
Το βρέφος ήρχισε να κλαυθμυρίζει, ενώ η μαμμή εξηκολούθει να το πλύνει μαλακά και να το υποκορίζεται άμα: «Όχι, χαδούλη μ’, όχι, χαδιάρη μ’! όχι κεφαλά μ’, πάπο μ’, χήνο μ’!» Και συγχρόνως ο πατήρ, η μήτηρ, η μαμμή, η Πλανταρού και άλλοι συγγενείς και φίλοι παρόντες, έρριπτον αργυρά νομίσματα, δια ν’ ασημώσουν το παιδίον. Τα απέθετον αβρώς επί του στέρνου και της κοιλίας του βρέφους, και ολισθαίνοντα έπιπτον εις τον πάτον της σκάφης.
Το παιδίον δεν έπαυε να κλαίει, και η μαμμή το εκολύμβιζεν ακόμη, το εκολύμβιζεν. Κολύμβα, τέκνον μου, εις την σκάφην σου, κολύμβα και απόβαλε την άλμην σου εις το γλυκόν νερόν. Θα έλθει καιρός ότε θα κολυμβάς εις το αλμυρόν κύμα, καθώς εκολύμβησεν όλος, χθες ακόμη, ο πατήρ σου με την σκάφην του. «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων, ο Θεός της δόξης εβρόντησε, Κύριος επί των υδάτων πολλών».

* * *

Την επαύριον, εορτήν της Συνάξεως του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού, έμελλε να βαπτισθεί το παιδίον, επειδή είχε συμβεί να γεννηθεί ούτω τας παραμονάς της εορτής, πριν περάσουν όλως τα Φώτα. Αλλά την εσπέραν, μετά τα κολυμπίδια, δείπνον παρετέθη εις την οικίαν. Η μαμμή εμάζωξε μετά προσοχής, όλα τα αργυρά κέρματα, ημιτάλληρα και σβάντζικα και δραχμάς, τα εκομβόδεσεν εις το μανδήλιόν της, ενώ οι παρεστώτες εφώναζαν γύρωθεν: «Να ζήσει! σιδεροκέφαλος!» και επηύχοντο εις την μαμμή «καλή ψυχή».
Είτα η Μπελαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιον καθαρόν υποκάμισον και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλει με τα σπάργανα.
Ο ζωέμπορος, ο Πραματής, είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνει ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.
Ο μικρός ναύτης, ο Τσότσος, είχεν έλθει έως την θύραν, και ίστατο θεωρών μακρόθεν την τελετήν του κολυμβήματος. Ο γείτων, ο Δημήτρης ο Σκιαδερός, πρωτοξάδελφος του Κωνσταντή του Πλαντάρη, δεν είχε φανεί εις την οικίαν από πέρυσι, από την ημέραν του γάμου. Αλλά την εσπέραν ταύτην επήρε την γυναίκα του την Δελχαρώ και τα παιδιά του, εκ των οποίων δύο εκράτει αυτός αρμαθιαστά από την μίαν χείρα, το εν πενταετές και το άλλο τετραετές, τρίτον διετές, έφερεν υπό την μασχάλην, εν πενταμηνίτικον βρέφος εβύζαινεν εις τους κόλπους της η γυνή του, και δύο άλλα επτά και οκτώ ετών την ηκολούθουν κρατούμενα από το φουστάνι της, κι επαρουσιάσθη χαμογελών, χαίρων δια την χαράν του συγγενούς του, γεμάτος ευχάς και συγχαρητήρια.
Εκάθισαν όλοι εις την τράπεζαν. Δεξιά η Μπαλαλού, η μαμμή, αριστερά η μπροσθινή, η Σωσάννα, καταμεσής ο πατήρ του νεογνού. Δεξιόθεν της Σωσάννας η Πλανταρού, κατόπιν ο ζωέμπορος ο Πραματής και δύο τρεις άλλοι. Το λοιπόν του χώρου κατείχετο από τον Δημήτρην τον Σκιαδερόν και από την φαμελιά του.
Ήρχισαν να τρώγουν. Τα παιδιά του Δημήτρη του Σκιαδερού δεν εταιριάζοντο εύκολα. Εφώναζαν, εγρίνιαζαν, κι εθορυβούσαν. Το ένα ήθελε τσιτσί, δεν ήθελε μαμμά. Το τρίτον, κλαυθμηρίζον, εζήτει βρυ. Το τέταρτον ήθελε γλυκό, δεν του ήρεσε το τυρί. Η ταλαίπωρος η λεχώ υπέφερε κάπως από τον θόρυβον.
Ήρχισαν αι προπόσεις. Ηύχοντο εις τον πατέρα να του ζήσει, και εις την λεχώ «καλή σαράντιση». Πρώτη έπιεν η μαμμή, δεύτερος ο πατήρ, τρίτη η γραία Σωσάννα, η μπροσθινή.
Όταν ήλθεν η σειρά της Πλανταρούς να πίει εις την υγείαν της νύμφης της, ευχήθη με τρεις διάφορους τόνους φωνής·
– Εβίβα, νύφη, με το καλό να σαραντίσεις… Κι ό,τι είπα, παιδάκι μ’…αστοχιά στο λόγο μου!

(1894)  

Από την κριτική έκδοση του ΝΔΤριανταφυλλόπουλου με λίγο περισσότερο εκσυγχρονισμό της ορθογραφίας (υποτακτική, μονοτονικό).

Με τη λέξη βρυ (στο τέλος του κειμένου) ο Παπαδιαμάντης πιθανότατα εξαριστοφανίζει, όπως λέει και ο ΝΔΤ στο γλωσσάριο, το ‘μπρου’ του νηπίου.