ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Οι συνταγές της πείνας στην Κατοχή

Πώς γίνεται να μαγειρεύεις χωρίς φαγητό; Οι συνταγές της επιβίωσης στην Κατοχική Αθήνα, μέσα από τις μαρτυρίες γυναικών της εποχής. Η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου ξεφυλλίζει τις σελίδες του βιβλίου της και θυμάται. Επιβίωση με πατατοφλουδοκεφτέδες, μπομπότα, ψίχουλα εβδομάδας, καφέ από ρεβίθια, τετράποδα και τον... εμετό των Γερμανών
Μίκα Κοντορούση

«Καθόλου κρέας ή ψάρι, μια αλεσμένη αγκινάρα για φαγητό. Καλό μάσημα της τροφής για να νιώθει το στομάχι γεμάτο και μην ξεχνάτε να μαζεύεται τα ψίχουλα από το τραπέζι σε ένα βαζάκι. Στο τέλος της εβδομάδας, η ποσότητα θα είναι αρκετή». Προτροπές επιβίωσης στον Τύπο της Κατοχής. Από τον Απρίλιο του 1941, η Ελλάδα βίωνε την εξαθλίωση, τον αφανισμό και χιλιάδες πολίτες πέθαιναν κυριολεκτικά από ασιτία.
Η ιστορικός Ελένη Νικολαΐδου - ήδη με 22 βιβλία στο βιογραφικό της - βγάζει από το χρονοντούλαπο τις «Συνταγές της Κατοχής», το απόλυτο εγχειρίδιο για το «πώς σφίγγει το ζωνάρι». Εξιστορεί δε στο WE του NEWS 247 τις συνθήκες ζωής, αλλά και τους εφευρετικότατους τρόπους επιβίωσης, όπως τις εξιστόρησαν γυναίκες της εποχής, αλλά και όπως παρουσιάζονταν στα «Αθηναϊκά Νέα», «Βραδυνή» και «Καθημερινή».
Τι έτρωγε ο κόσμος τότε; Και τελικά, πόσο κοντά είμαστε στο να αναπροσαρμόσουμε το σημερινό μας διαιτολόγιο σε εκείνο των δύσκολων χρόνων;
 
 
 


Η ψευδαίσθηση του να τρως κρέας
«Οι άνθρωποι της Κατοχής είχαν να αντιμετωπίσουν εκτός από τους Ναζί, τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τη λεηλασία της πόλης και τις τρομακτικές ελλείψεις σε τρόφιμα. Οι μισθοί πλέον δεν είχαν καμία αξία. Τα τρόφιμα στην αγορά ήταν σπάνια και όταν εμφανίζονταν ελέγχονταν από μαυραγορίτες, οι οποίοι ήταν σε αγαστή συνεργασία με τους Γερμανούς κατακτητές. Έπρεπε, λοιπόν, να επιβιώσουν. Χιλιάδες δεν τα κατάφεραν, χιλιάδες στην Αθήνα και σε άλλα μέρη πέθαναν από ασιτία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, οι εφημερίδες της εποχής έδιναν συμβουλές για το πώς θα μπορέσουν οι Αθηναίοι να διατραφούν, ώστε να κρατηθούν εν ζωή. Μία συνταγή ή οδηγία – που ήταν και αυτή που με σόκαρε περισσότερο -  έδινε οδηγίες για το πώς να μαζεύουν ψίχουλα».
Έλεγε λοιπόν: Μαζεύετε με προσοχή τα ψίχουλα από το τραπέζι και βάλτε τα σε ένα ποτήρι. Στο τέλος της εβδομάδας θα έχετε μαζέψει τόσα ψίχουλα, ώστε να μπορέσετε να τα χρησιμοποιήσετε στη μαγειρική σας.
«Ειλικρινά, δεν είναι φοβερό; Επίσης, υπήρχε συνταγή που έλεγε πώς να ξεγελάσεις τα μάτια σου και το στομάχι σου ότι τρως κρέας (φοβερά δυσεύρετο προϊόν)».
Είναι πολύ απλό: Παίρνεις μία μελιτζάνα και την τρίβεις, την αφήνεις να σκουρύνει και τότε έχεις την αίσθηση ότι τρως κρέας! «Ξέρετε οι Αθηναίοι άλλαξαν δραστικά τις διατροφικές τους συνήθειες. Γνωρίζατε ότι τα γεμιστά προ Κατοχής τα έτρωγαν με μαγιονέζα;».
Σκύλοι, γάτες, γαϊδούρια, άλογα και ελάφια al dente
«Όταν πεινάς θα φας τα πάντα, όταν βλέπεις το παιδί σου τουμπανιασμένο θα του δώσεις τα πάντα για να το κρατήσεις στη ζωή. Μερικές φορές αναρωτιόμασταν: "Μα και σκύλους;". Ναι και σκύλους και γάτες. Τα πάντα έτρωγαν τότε οι Αθηναίοι», αναφέρει η κα Νικολαΐδου.
Οι σκύλοι και οι γάτες εξαφανίστηκαν από τους πρώτους μήνες που μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Και επειδή οι κατακτητές δεν άφησαν τίποτα όρθιο, αλλά κατέσχεσαν ακόμη και τους γάιδαρους για τις ανάγκες των μεταφορών του στρατού τους, παρατηρήθηκε ότι και αυτοί σταδιακά εξαφανίζονταν. Είναι εξακριβωμένο ότι από τον Εθνικό Κήπο σε μία νύχτα χάθηκαν δύο ελάφια. Εικάζεται ότι πεινασμένοι μπήκαν μέσα νύχτα και τα άρπαξαν για λόγους επιβίωσης.
«Πρέπει να σας πω ότι σφάζονταν και άλογα. Για το λόγο αυτό, υπήρχαν πολλά παράνομα σφαγεία, όπου έσφαζαν τα ζωντανά και τα πουλούσαν από πόρτα σε πόρτα για ολόκληρες περιουσίες. Το ξεπούλημα της περιουσίας των Αθηναίων έγινε και για άλλα τρόφιμα, όπως το λάδι».

Καφές από ρεβίθια και για επιδόρπιο «εμετός των Γερμανών»
Τα φρούτα στην κατοχική Αθήνα, αποτελούσαν ένα είδος υπό εξαφάνιση. «Υπήρχαν όμως συνταγές για ορεκτικά που έκοβαν την όρεξη! Οι οδηγίες δηλαδή που δίνονταν ήταν, πώς θα ξεγελάσουμε το στομάχι μας, ώστε να νιώσει ότι είναι γεμάτο. Τούς προέτρεπαν λοιπόν να τρώνε χόρτα και να τα μασούν αργά αργά για να νομίσει το στομάχι ότι είναι χορτάτο».
Ακόμη, λόγω του ότι ο καφές ήταν δυσεύρετος, απλοί πολίτες έφτιαχναν έναν τύπο καφέ από διάφορα προϊόντα, όπως τα ρεβίθια ή από βραστά κουκούτσια. 
«Αυτό που υπήρχε σε μερική αφθονία, ήταν το κρασί, το οποίο έσωσε αρκετούς Αθηναίους, γιατί τους τόνωνε. Επίσης και οι σταφίδες και τα σύκα ήταν υλικά που τους κρατούσαν ζωντανούς, αφού τα χρησιμοποιούσαν ως υποκατάστατα ζάχαρης και έφτιαχναν γλυκά. Υπήρχαν εστιατόρια που πουλούσαν γάλα, νερωμένο φυσικά, και αμφιβόλου ποιότητας. Να συμπληρώσω εδώ ότι από την πείνα τους, οι Αθηναίοι μάζευαν ό, τι χόρτο έβρισκαν, αλλά πόσα χόρτα μπορεί να υπάρχουν για να ταΐσουν μία πόλη; Δίνονταν τότε οδηγίες να είναι προσεκτικοί  στο τι τρώνε, αλλά στην πράξη ήταν ανέφικτο λόγω της πείνας».
Άλλοι επιβίωναν με φέτες λασπώδους ψωμιού ή την λεγόμενη μπομπότα (χυλός από καλαμποκάλευρο), ενώ είναι εξακριβωμένο ότι υπήρχαν άνθρωποι και παιδιά ή ορφανά πολέμου, που σύχναζαν έξω από τις ταβέρνες που έπιναν και έτρωγαν οι Γερμανοί και όταν αυτοί ξερνούσαν, θρέφονταν από τον εμετό τους».

Μοναδική πρώτη ύλη το νερό και τα χόρτα… ογκρατέν
«Είναι τραγικό αυτό που θα σας πω αλλά η πρώτη ύλη ήταν το ...νερό! Όταν βέβαια έτρεχε από τις βρύσες, γιατί η αλήθεια είναι ότι τους το έκοβαν πολύ συχνά. Για να σας δώσω να καταλάβετε, υπήρχε συνταγή που έλεγε ότι αν και εφόσον βρεθείτε τόσο τυχεροί και αγοράσετε φασολάκια, να τα καθαρίσετε, κρατήστε τις άκρες και τις κλωστές και όλα μαζί ψιλοκόψτε τα. Σε μία κατσαρόλα με νερό ρίξτε τα όλα μέσα, προσθέστε λίγο κρεμμύδι, ντομάτα ή ελιές και να μία θαυμάσια σούπα για το βράδυ!».
Να σημειωθεί ότι σε περισσότερη αφθονία, αναλογικά, ήταν τα χόρτα και γι’ αυτό υπήρχαν πολλές συνταγές με αυτά, μέχρι και το πώς να μαγειρέψετε… χόρτα ογκρατέν!

Η ανταλλακτική οικονομία και οι «σκοπιές» στα λάχανα
Οι Αθηναίοι επέστρεψαν από τα πρώτα χρόνια της Κατοχής στην ανταλλακτική οικονομία. Η οδός Αθηνάς, ο γνωστός δρόμος στο κέντρο της Αθήνας, ήταν ο τόπος συνάντησης των απανταχού ταλαιπωρημένων και πεινασμένων.
«Εκεί θα βλέπατε να έχουν στο δρόμο ό, τι μπορούσε κανείς να πουλήσει από το σπίτι του. Προσωπικά αντικείμενα, έπιπλα, ίσως κάποια τρόφιμα, μαγειρευτά φαγητά με ύποπτα κρέατα μέσα, ζαχαρωτά που περισσότερο ήταν καθαρτικά, ακόμη και σαπούνια που τελικά έλιωναν τα ρούχα (παρασκευάζονταν παράνομα και χωρίς γνώσεις). Τότε άλλωστε, υπήρχε τρομερή έλλειψη από σαπούνι».
Αρκετοί απλοί πολίτες κατάφεραν να σωθούν, χάρη στα συσσίτια που διοργάνωναν τα σωματεία προς τα μέλη τους. Αποτέλεσμα ήταν η εξασφάλιση ενός πιάτου με όσπρια ή μία κούπα νεροζούμι. «Τα συσσίτια ήταν πολύ διαδεδομένα και εξαιτίας τους κατάφεραν πολλοί Αθηναίοι να επιβιώσουν. Φυσικά μην νομίζετε ότι ήταν τίποτα φαγητά της προκοπής αλλά ήταν αρκετά για να μπορέσουν να σταθούν τα πόδια τους. Να σας πω επιπλέον, ότι πολλοί Αθηναίοι έβαζαν κοτέτσια στα μπαλκόνια και τις αυλές ή έφτιαχναν δικό τους μπαξέ που όμως φύλαγαν σκοπιά για να μην πάει κάποιος πεινασμένος να τους πάρει την κότα ή το λαχανικό».
Οι εφημερίδες την εποχή της Κατοχής ήταν γεμάτες με ειδήσεις από την κεντρική αγορά. Φουφούδες είχαν στηθεί στους δρόμους και πουλούσαν ζωμούς από κρέας, χωρίς να διευκρινίζεται για το τι κρέας μαγείρευαν. Οι μεταφορές γίνονταν με αυτοσχέδια καροτσάκια. Τα παπούτσια έλιωναν και άρχισαν οι Αθηναίοι σκάλιζαν ξύλα και τα φορούσαν. Τότε εμφανίστηκαν λοιπόν στην Αθήνα και τα τσόκαρα. Τα μαγαζιά με ηλεκτρικά είδη πουλούσαν μέχρι και σπιτικά γλυκά.

Πατατοφλουδοκεφτέδες και ροφήματα από φλούδες μήλων
"Μην το πάρετε για παραδοξολογία. Πρόκειται για φαγητό δοκιμασμένο και νοστιμότατο. Τότε έλεγε ότι πρέπει να: Βράζετε τις πατάτες, αφού τις πλύνετε καλά. Έπειτα τις ξεφλουδίζετε. Τι κάνετε τις φλούδες; Τις πετάτε. Πετάτε δηλαδή το πιο θρεπτικό και το πιο υγιεινό μέρος της πατάτας, αφού είναι πια γνωστό πως κάθε λαχανικό και φρούτο στο φλοιό του και γενικά προς τα εξωτερικά του στρώματα περιέχει τις διάφορες πολύτιμες βιταμίνες. Παίρνετε, λοιπόν, αυτές τις φλούδες, προσθέτετε μπόλικο κρεμμυδάκι ψιλοκομμένο, λιγάκι δυόσμο, αλάτι, πιπέρι, ζυμώνετε και τηγανίζετε. Θα απορήσετε για το αποτέλεσμα. Αν δεν πρόκειται να βράσετε τις πατάτες, αλλά να τις μαγειρέψτε αλλιώς όποτε θα τις παστρέψτε πριν τις βράσετε, πάλι μπορείτε να κάνετε τους κεφτέδες σας, βράζοντας τις φλούδες που θα είναι ακόμα πιο νόστιμες γιατί θα έχουν επάνω και λίγη πατάτα.
Στις συνταγές της εποχής συγκαταλέγονται επίσης, τα ροφήματα ή γλυκίσματα από φλούδες μήλων, η χρησιμότητα των κουκουτσιών για περίφημα γλυκά και τα μπισκότα από ελάχιστο αλεύρι.





Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

7 παιδιά που άλλαξαν τον κόσμο....

7 παιδιά που άλλαξαν τον κόσμο

Παιδιά που άφησαν το σημάδι τους στην ιστορία του κόσμου μας με τις πράξεις τους ή τα παραδείγματά τους...
Κάποια από αυτά κινητοποίησαν εκατομμύρια κόσμου για έναν καλό σκοπό. Άλλα πάλι μας συγκίνησαν απλά με τη γενναιόδωρη και ελπιδοφόρα άποψή τους για την ανθρωπότητα. Κάποια λοιπόν από αυτά αναφέρονται παρακάτω:
1. Thandiwe Chama (1991)
7paidiaallaksan1
Η Thadiwe Chama από την Ζάμπια ήταν μόλις 8 ετών το 1999, όταν το σχολείο της έκλεισε λόγω έλλειψης δασκάλων. Η νεαρή Αφρικανή αρνήθηκε να το δεχθεί και παρακίνησε άλλα 60 παιδιά να πραγματοποιήσουν μια πορεία για να βρουν ένα άλλο σχολείο. Τελικά, το σχολείο Jack Cecup δέχθηκε τους μαθητές και η Thadiwe, ενθουσιασμένη με την επιτυχία, ξεκίνησε έναν ευρύτερο αγώνα για το παιδικό δικαίωμα στην εκπαίδευση. Παράλληλα, συνέγραψε ένα παιδικό βιβλίο με τίτλο «Το κοτόπουλο που είχε AIDS» εξηγώντας στα μικρά παιδιά τους κινδύνους της ασθένειας. «Είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξέρεις ότι ένα παιδί έχει δικαιώματα. Και στο σχολείο έμαθα για τα δικαιώματα. Και ήξερα ότι είναι κάτι για το οποίο ήθελα να παλέψω», δήλωσε αργότερα η Thandiwe, που το 2007 έλαβε το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Παίδων.

2. Om Prakash Gurjar (1992)
7paidiaallaksan2
Του απονεμήθηκε το Βραβείο Ειρήνης από τον πρώην Πρόεδρο της Νοτίου Αφρικής FW de Klerk, ο οποίος κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης το 1993.
Σε ηλικία 9 χρονών βοήθησε να δημιουργηθεί  ένα δίκτυο το οποίο έχει ως στόχο να δώσει σε όλα τα παιδιά πιστοποιητικό γέννησης ως έναν τρόπο που θα συμβάλλει στην προστασία τους από την εκμετάλλευση. Εργάστηκε επίσης για να εξασφαλίσει στα παιδιά πιστοποιητικά γέννησης. Λέει ότι η εν λόγω καταχώριση είναι το πρώτο βήμα προς την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των παιδιών, που αποδεικνύουν την ηλικία τους, και συμβάλλει στην προστασία τους από τη δουλεία, την εμπορία και εξαναγκασμό τους.

3. Nkosi Τζόνσον (1989 - 2001)
7paidiaallaksan3
Ο νεαρός Nkosi Johnson ήρθε αρχικά στη δημοσιότητα το 1997, όταν ένα δημοτικό σχολείο στο προάστιο του Γιοχάνεσμπουργκ αρνήθηκε να τον δεχτεί ως μαθητή λόγω του ιού AIDS που είχε. Το περιστατικό προκάλεσε σάλο στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο της Νότιας Αφρικής το να υπάρχουν διακρίσεις για λόγους ιατρικής κατάστασης και το σχολείο αργότερα αντέστρεψε την απόφασή του.
Ο μικρός Nkosi ήταν ο κεντρικός ομιλητής στο 13ο Διεθνές Συνέδριο AIDS, όπου ενθάρρυνε τα θύματα του AIDS να ζητούν ίση μεταχείριση και τελείωσε την ομιλία του με τις λέξεις.
''Νοιαστείτε για μας και προσπαθήστε να μας αποδεχτείτε. Είμαστε όλοι ανθρώπινα όντα. Είμαστε κανονικοί. Έχουμε χέρια. Έχουμε πόδια. Μπορούμε να περπατήσουμε, να μιλήσουμε, έχουμε ακριβώς τις ίδιες ανάγκες με οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Μην μας φοβάστε.. είμαστε όλοι ίδιοι!''

4. Iqbal Masih (1982 - 1995)
7paidiaallaksan4
Ο Iqbal Masih πουλήθηκε μόλις σε ηλικία τεσσάρων ετών σε μία βιομηχανία χαλιών στο Πακιστάν για 12 ευρώ.
Ο μικρός Πακιστανός έμεινε στην ουσία σαν σκλάβος στην μικρή πόλη Muridke. Δουλεύε επί 12 ώρες την ημέρα χωρίς επαρκές φαγητό. Σε ηλικία 12 ετών, έμοιαζε με 6χρονο.
Στην ηλικία των 10, δραπετεύει από τη βάρβαρη σκλαβιά και αργότερα προσχωρεί στην οργάνωση Ομολογιακό Απελευθερωτικό Μέτωπο Εργασίας του Πακιστάν για να βοηθήσει να σταματήσει η παιδική εργασία σε ολόκληρο τον κόσμο,  βοήθησε πάνω από 3.000 παιδιά στο Πακιστάν που ήταν σε καταναγκαστική εργασία, να ξεφύγουν από την σκλαβιά. Πραγματοποίησε ομιλίες στα μήκη και στα πλάτη της Γης και τελικά, δολοφονήθηκε το Πάσχα του 1995, πιθανώς από την «Μαφία των Χαλιών» που δρούσε στην περιοχή.

5. Έκτορας Pieterson (1964 - 1976)
7paidiaallaksan5
16 Ιουνίου 1976. Ο Έκτορ Πίτερσον μεταφέρεται αιμόφυρτος συνοδευόμενος από την αδελφή του Έκτορα, Αντουανέτα.

Έγινε η εικονική εικόνα της εξέγερσης το 1976 στο Σοβέτο της Νότιας Αφρικής  όταν κυκλοφόρησε αυτή η φωτογραφία σε όλο τον κόσμο. Σκοτώθηκε σε ηλικία 12 ετών, όταν η αστυνομία άνοιξε πυρ εναντίον φοιτητών που διαμαρτυρόντουσαν. Ο Έκτορας έγινε σύμβολο της αντίστασης της βαρβαρότητας της κυβέρνησης του απαρτχάιντ. Σήμερα, είναι γνωστή ως Εθνική Ημέρα Νεολαίας - ημέρα κατά την οποία οι Νοτιοαφρικανοί τιμούν τους νέους και επιδιώκουν την προσοχή στις ανάγκες τους.

6. Σαμάνθα Σμιθ (1972 - 1985)
7paidiaallaksan6
1985 ΕΣΣΔ Σφραγίδα με το "Samantha Smith» στο κυριλλικό αλφάβητο.

Ήταν αμερικανή μαθήτρια από το Μάντσεστερ, η πιο μικρή πρεσβευτής της Αμερικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και πρεσβευτής καλής θέλησης στη Σοβιετική Ένωση κατά τη διάρκεια της διάρκειας ζωής της. Έγινε διάσημη σε αυτές τις δύο χώρες και γνωστή παγκοσμίως μετά που έγραψε μια επιστολή στο σοβιετικό κομμουνιστικό γενικό γραμματέα Yuri Andropov κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου και έλαβε απάντηση από τον Andropov που περιέλαβε και μια προσωπική πρόσκληση για να επισκεφτεί η Σοβιετική Ένωση, την οποία η Σμίθ δέχτηκε. Βοηθήμενη από την εκτενή προσοχή των μέσων μαζικής επικοινωνίας και στις δύο χώρες, συμμετείχε στις δραστηριότητες για ειρήνη σε μερικές άλλες χώρες μετά από την επίσκεψή της στη Σοβιετική Ένωση, έγραψε ένα βιβλίο και πρωταγωνίστησε σε μια τηλεοπτική σειρά πριν από το θάνατό της σε μια συντριβή αεροπλάνου.

7. Άννα Φρανκ (1929 - 1945)
7paidiaallaksan7
Η Annelies Μαρία "Άννα" Φρανκ ήταν γερμανικής καταγωγής εβραιοπούλα από την πόλη της Φρανκφούρτης. Έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη από τη δημοσίευση του ημερολογίου της, το οποίο καταγράφει τις εμπειρίες της και το έγραψε ενώ κρυβόταν, μαζί με τους δικούς της και τέσσερις οικογενειακούς φίλους, σε ένα σπίτι στο Άμστερνταμ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής της Ολλανδίας.
Το ημερολόγιο, που είχε δοθεί στην Άννα ως δώρο για τα 13α γενέθλιά της, περιγράφει τα γεγονότα της ζωής της από τις 12 Ιουνίου 1942 μέχρι την τελευταία μέρα πουν έγραψε σ' αυτό, την 1η Αυγούστου 1944. Γραμμένο στα ολλανδικά, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες κι έγινε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του κόσμου. Διασκευάστηκε για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, το θέατρο, ακόμα και για την όπερα. Το βιβλίο δίνει μια λεπτομερή περιγραφή της καθημερινής ζωής κατά τη διάρκεια της Ναζιστικής Κατοχής· μέσω των γραπτών της, η Άννα Φρανκ έγινε ένα από τα πιο γνωστά θύματα του Ολοκαυτώματος.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΡΜΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

«Δεν είμαστε «Ελγίνεια». Είμαστε Πεντελικά. Δεν αναζητούμε ιδιοκτήτες. Γυρεύουμε το πατρικό μας, το σπίτι των παιδικών μας χρόνων, εκείνο που δε χάνεται ποτέ!» σημειώνουν στην συγκλονιστική επιστολή τους οι μαθητές του Μουσικού Σχολείου Τρικάλων.

Οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου έγραψαν την επιστολή στην ελληνική και τη γαλλική γλώσσα απευθυνόμενοι στον Άγγλο Υπουργό εξωτερικών, στην Ελληνίδα Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως στην Unesco,στη δικηγόρο Amal Alamuddin, καθώς και στο «Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη». Επίσης η επιστολή στάλθηκε για δημοσίευση στον τοπικό τύπο (έντυπο και ηλεκτρονικό) και στην εφημερίδα

«TIMES» του Λονδίνου.



Διαβάστε την επιστολή που δημοσιεύθηκε στο trikalenews :


“Αξιότιμοι,
Αν τα γλυπτά είχαν φωνή, θα εκδήλωναν από την εξορία το νόστο τους. Θα εξέφραζαν τον πόθο τους για επαναπατρισμό, την επιθυμία τους να ελευθερωθούν για να επανενωθούν με τον ναό, την ανάγκη να επιστρέψουν εκεί που γεννήθηκαν και … θα έλεγαν:
«Θέλουμε να γυρίσουμε!
Πρέπει να γυρίσουμε, όχι μόνο επειδή το θέλουν οι Έλληνες, αλλά γιατί μας ζητάει ο τόπος που μας γέννησε. Δεν είμαστε παγωμένα αγάλματα. Είμαστε ζεστά Μάρμαρα με πνοή ζώσα!
Δεν είμαστε «Ελγίνεια». Είμαστε Πεντελικά.
Δεν αναζητούμε ιδιοκτήτες.
Γυρεύουμε το πατρικό μας, το σπίτι των παιδικών μας χρόνων, εκείνο που δε χάνεται ποτέ!
Για εμάς, τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, ο γυρισμός στην Αθήνα είναι η επιστροφή στην Ιθάκη.
Η ελπίδα δεν αρκεί πια, είναι η ώρα για το ταξίδι. Είναι πια καιρός… κουραστήκαμε.
Κουραστήκαμε να βλέπουμε τους Έλληνες να μας επισκέπτονται.
Ναι, τους αναγνωρίζουμε τους Έλληνες επισκέπτες!
Καταλαβαίνουμε ανάμεσα στους τόσους ξένους ποιοι είναι οι συγγενείς μας. Όλοι οι επισκέπτες μας έχουν θαυμασμό στο βλέμμα τους.
Στων Ελλήνων τα μάτια όμως υπάρχει θαυμασμός και θλίψη συνάμα!
Κι όταν κινήσουν να φύγουν, στρέφουν τη ματιά τους να μας ξαναδούν.
Τους βαραίνει που μας βρίσκουν εδώ, στο γκρίζο φως της πατρίδας του Έλγιν, μα πιότερο τους θλίβει που πρέπει να φύγουν και να μας αφήσουν στην ξενιτειά του Μουσείου, όταν κλείνουν οι πόρτες του…»
Έτσι θα μιλούσαν τα εξόριστα Γλυπτά σε όποιον νοιάζεται να τα ακούσει.
Κρατούμενοι πρόγονοι σε ανήλιαγη φυλακή, κουρασμένα από τη Λονδρέζικη ομίχλη, νοσταλγούν τον τόπο τους, τα αδέλφια τους στην Ακρόπολη, το μπλε Αττικό φως! Τα εξόριστα Γλυπτά του Παρθενώνα νοσταλγούν την Αττική Γη.
Νόστος και Άλγος για το όλον, λαχτάρα για αρτιότητα, πόθος για επανένωση, ανάγκη για επανασυλλογή και ελπίδα για αποκατάσταση των σπαραγμάτων του Εθνικού μας σώματος!
Μετά τιμής,
οι μαθητές της Γ΄ Γυμνασίου στο Μουσικό Σχολείο Τρικάλων,
Ευελπιστούμε και ευχόμαστε να συναντήσει τούτη η επιστολή ευαίσθητους αποδέκτες που δεν θα πράξουν για άλλη μια φορά με τα λόγια τους αλλά που θα ενεργήσουν με τρόπο ώστε να μιλήσουν πλέον οι πράξεις τους !

Μαρία Αγναντή, φιλόλογος στο Μουσικό Σχολείο.


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/10/blog-post_409.html#ixzz3Gmdy3XOy

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 ΣΕ POWER POINT.

28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940....

ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Είναι φορές που η Ιστορία δεν γράφεται στις μεγάλες και πολυτελείς αίθουσες των Συνεδρίων και των Διασκέψεων , αλλά στο πεδίο της μάχης. Οι απρόσιτες βουνοκορφές , οι απροσπέλαστες βαθιές χαράδρες έγιναν το 1940 το εφαλτήριο προς τη δόξα , το πέρασμα προς την ΑΘΑΝΑΣΙΑ !

ΑΕΡΑ !
Αυτή η πολεμική ιαχή , αυτός ο ανεπανάληπτος ελληνικός παιάνας ήταν το πιο τρομακτικό όπλο που αντίκρισαν οι εισβολείς. Ήταν η κραυγή που στην αντήχησή της προκαλούσε «σοκ και δέος» στους επίδοξους κατακτητές.

ΣΤΙΣ ΠΙΝΔΟΥ ΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ

Ατέλειωτες ώρες χωμένοι μες στο χιόνι οι φαντάροι μας περίμεναν τη διαταγή της επίθεσης αψηφώντας τις δυσκολίες,  για να κερδίσουν μια βουνοκορφή, για να κατακτήσουν μια ακόμη θέση, να κάνουν ένα ακόμη βήμα προς τη νίκη.

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΣΣΕΣ

Αυτές οι γυναίκες , οι γυναίκες της Πίνδου , έσπευσαν στην πρώτη γραμμή για να μεταφέρουν πολεμοφόδια , να φτυαρίσουν το χιόνι , να παραδώσουν τρόφιμα και ρούχα στους άντρες που πολεμούσαν. Ο ρόλος τους στην έκβαση του πολέμου υπήρξε καθοριστικός. Τη δόξα την κατέκτησαν, την τιμή τους την οφείλουμε.

Βροντοφωνάζοντας «ΟΧΙ»

Χωρίς προκάλυψη και μόνο όπλο ένα τουφέκι οι στρατιώτες μας προελαύνουν στην ανοιχτή πεδιάδα , αδιαφορώντας για τις ενέδρες του εχθρού.

ΛΑΦΥΡΑ ΠΟΛΕΜΟΥ

Κι όμως , με αντιαεροπορική άμυνα κατ’ ουσίαν ανύπαρκτη κατορθώσαμε κι αυτό : να τρομάζουμε ακόμη και τα υπερσύγχρονα , για τα δεδομένα της εποχής , ιταλικά πολεμικά αεροσκάφη. Τα σιδερένια κάστρα της Ρώμης υποκλίνονταν στις σφαίρες ενός απλού τουφεκιού.

ΣΤΟ ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ

Το πυροβολικό με τα ελάχιστα μέσα που διέθετε στην κυριολεξία θαυματούργησε. Αυτό καθήλωσε τους Ιταλούς και έδωσε την ευκαιρίς στο πεζικό να κινείται με άνεση , να προελάσει.
Εδώ έξω από το Πόγραδετς  αρχίζει να «κελαηδεί».

ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Μετά από τη μάχη η πρώτη έγνοια του φαντάρου ήταν να «μιλήσει» στους δικούς του , να τους ησυχάσει , να τους διαβεβαιώσει πως όλα πάνε καλά. Ήταν από τις ελάχιστες προσωπικές στιγμές που είχε ο πολεμιστής του ’40 κι αυτές τις αφιέρωνε σ’ αυτό που είχε αφήσει πίσω του.

ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΕΙΣΒΟΛΕΙΣ

Στα πρόσωπά τους διακρίνονται ανάμεικτα συναισθήματα. Κατήφεια , μίσος , θυμός , αλλά, κυρίως, απορία : Πώς έγινε αυτό ; Μας είπαν για περίπατο , για ταξίδι αναψυχής. Και αντί αυτών η ήττα, η ντροπή, η ταπείνωση.

ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΑ ΕΠ’ ΩΜΟΥ

Αδιάψευστος μάρτυρας του πενιχρού εξοπλισμού ήταν ο τρόπος που οι Έλληνες στρατιώτες μετέφεραν τον όποιο υπάρχοντα βαρύ οπλισμό τους. Κουβαλούν στους ώμους τους τα βαριά κανόνια . Δεν δυσανασχετούν , δεν βαρυγκωμούν , μονάχα πιστεύουν στη νίκη.

ΛΕΥΚΗ ΣΙΩΠΗ

Μέρα και νύχτα πορεύονται στα παγωμένα βουνά της Ηπείρου, σε σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο. Τα κεφάλια κατεβασμένα από την κούραση, κουβέντες δεν ανταλλάσσονται. Οι στρατιώτες βυθίζονται σε σκέψεις. Τους βοηθάει η λευκή μονοτονία.

ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ

Μια γονυκλισία και ένα κεράκι στον τάφο του σκοτωμένου συναδέλφου είναι χρέος και τιμή. Άγνωστε ήρωα , σ’ ευχαριστούμε…

Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΚΑΡΑΒΑΝΑΣ

Λίγη ζεστή σούπα , ένα κομμάτι ψωμί και πολλή ελπίδα για ένα καλύτερο , ειρηνικό και ελεύθερο αύριο αρκούν για να τονώσουν τον οργανισμό και να τον προετοιμάσουν για την επόμενη μάχη, την επόμενη πορεία.

ΜΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ

Η ευθυμία του Έλληνα φαντάρου δεν οφείλεται σε κάποια κίνηση του φανφαρόνου Μουσολίνι. Οφείλεται στη βαθιά πεποίθησή του ότι θα πολεμήσει και θα θυσιαστεί, αν απαιτηθεί, για να δει τους Ιταλούς στη θάλασσα και να πάρει εκδίκηση ένας ολόκληρος λαός , που επί πολύ καιρό έκανε ότι δεν καταλάβαινε τις μύριες προκλήσεις του φασισμού εις βάρος της Ελλάδας.

ΠΑΣΧΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

Σίγησαν για λίγο τα κανόνια. Η παράδοση τηρείται ευλαβικά ακόμη και στο μέτωπο. Ανάσταση του Χριστού. Ανάσταση της Ελλάδας. «Φιληθείτε γλυκά χείλη με χείλη, πέστε «Χριστός ανέστη» εχθροί και φίλοι».

ΝΑ Ο ΣΤΟΧΟΣ

Με μέθοδο και υπολογισμούς , κάτω από τις οδηγίες του έμπειρου αξιωματικού, ο Έλληνας έφεδρος του ’40 θα βάλλει κατά των εχθρών. Τα βλέμματα ακολουθούν τις οβίδες μέχρι την τελική τους πτώση. Το χαμόγελο διαγράφεται στα χείλη τους , όταν βρίσκουν το στόχο τους. Αποστολή εξετελέσθη.

ΕΠΙ ΣΚΟΠΟΝ…

Με το δάχτυλο στην σκανδάλη , έχοντας για στρώμα χόρτα και λιθάρια, ο πεζικάριος καραδοκεί. Περιμένει την εμφάνιση των «μακαρονάδων», που απειλούσαν με στρατιωτικό περίπατο και κατέληξαν σε δρόμο ταχύτητας προς τα πίσω …

ΕΓΡΑΨΑΝ…
« Αυτό κρατάει ανάλαφρο μες στην ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω,
δεν έχω άλλο κανένα :
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

                                      Κωστής Παλαμάς

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

ΤΟ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ...Μ.ΛΟΪΖΟΣ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ...Σ.ΒΕΜΠΟ

Η Επέτειος του ΟΧΙ...

Η Επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον Έλληνα Δικτάτορα που έφερε τίτλο Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της Χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940. Η ημερομηνία αυτή καθιερώθηκε να εορτάζεται στην Ελλάδα κάθε χρόνο ως επίσημη εθνική εορτή και αργία.

Ιστορία

Περίπου στις 3 τα ξημερώματα της 28 Οκτωβρίου του 1940 η τότε Ιταλική Κυβέρνηση απέστειλε στην Ελλάδα τελεσίγραφο, δια του Ιταλού Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος και το επέδωσε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά, στην οικία του δεύτερου, στην Κηφισιά, με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία του Βασιλείου της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Μετά την ανάγνωση του κειμένου ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά (επίσημη διπλωματική γλώσσα) την ιστορική φράση: «Alors, c'est la guerre», (προφέρεται από τα γαλλικά, αλόρ, σε λα γκερ, δηλαδή, Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο), εκδηλώνοντας έτσι την αρνητική θέση επί των ιταμών ιταλικών αιτημάτων.
O ίδιος ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του, που εξέδωσε το 1945, περιγράφει τη σκηνή: «Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα ο Μεταξάς μου είπε: αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Ο Μεταξάς εκείνη τη στιγμή είχε εκφράσει το ελληνικό λαϊκό συναίσθημα, την άρνηση της υποταγής, και αυτή η άρνηση πέρασε στον τότε ελληνικό δημοσιογραφικό τύπο με την λέξη «ΟΧΙ». Σημειώνεται πως αυτούσια η λέξη «ΟΧΙ» παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος στο κύριο άρθρο της εφημερίδας «Ελληνικό Μέλλον» του Ν. Π. Ευστρατίου στις 30 Οκτωβρίου του 1940.
Δύο ώρες μετά την παραπάνω επίδοση, ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος με εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ήπειρο, οπότε η Ελλάδα αμυνόμενη ενεπλάκη στον πόλεμο.

Εορτασμός

Το λεγόμενο «Έπος του Σαράντα», το οποίο ακολούθησε, και οι μεγάλες νίκες που ο ελληνικός στρατός κατήγαγε εις βάρος των Ιταλών, καθιερώθηκε να γιορτάζονται κάθε χρόνο στις 28 Οκτωβρίου, την ημέρα της επίδοσης του ιταλικού τελεσιγράφου και της άρνησης του Ιωάννη Μεταξά να συναινέσει.
Η Ελλάδα γιορτάζει με την 28η Οκτωβρίου την είσοδό της στον πόλεμο, ενώ οι περισσότερες άλλες χώρες γιορτάζουν την ημερομηνία λήξης του πολέμου.
Κάθε χρόνο αυτή τη μέρα γίνεται στη Θεσσαλονίκη, η επίσημη εορτή με κάθε λαμπρότητα, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας και άλλων επισήμων, με μεγάλη στρατιωτική παρέλαση, η οποία συμπίπτει με τον εορτασμό της απελευθέρωσης της πόλης κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο και τη μνήμη του πολιούχου της Αγίου Δημητρίου. Στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις γίνονται μαθητικές παρελάσεις, ενώ δημόσια και ιδιωτικά κτίρια υψώνουν την ελληνική σημαία.
Κατά στην επέτειο του «ΟΧΙ», τηλεόραση και ραδιόφωνο προβάλλουν επετειακές εκπομπές μνήμης και κάνουν ιδιαίτερη μνεία στην «τραγουδίστρια της νίκης» Σοφία Βέμπο, η οποία με τα πατριωτικά της τραγούδια εμψύχωνε τους στρατιώτες και μετέδιδε τον ενθουσιασμό της προέλασης των ελληνικών δυνάμεων στη Βόρεια Ήπειρο. Σχετικό επίσης επετειακό υλικό παρουσιάζει και όλος ο ελληνικός έντυπος τύπος (εφημερίδες και περιοδικά).
Η επέτειος του «ΟΧΙ» γιορτάστηκε για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής. Στο κεντρικό κτίριο και στον προαύλιο χώρο του Πανεπιστημίου Αθηνών πραγματοποιήθηκε ο πρώτος εορτασµός στις 28 Οκτωβρίου 1941. Γίνονταν ομιλίες από τους φοιτητές, ενώ μίλησε για την επέτειο την παραμονή και ο καθηγητής Κωνσταντίνος Τσάτσος, ο οποίος αρνήθηκε να κάνει µάθηµα την ηµέρα της επετείου με αποτέλεσμα να απολυθεί από το Πανεπιστήμιο. Στην δεύτερη επέτειο (28/10/1942), ο εορτασμός έγινε στην Πλατεία Συντάγµατος με πρωτοβουλία των οργανώσεων ΠΕΑΝ και ΕΠΟΝ. Υπήρχε ανησυχία για το πώς θα αντιδράσουν οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής, οι οποίοι όμως δεν παρενέβησαν. Εκδηλώσεις και διαδηλώσεις εκείνη την ημέρα έγιναν και σε άλλες πόλεις. Στον Πειραιά πραγματοποιήθηκαν ολιγοπληθείς συγκεντρώσεις, ανέβαινε κάποιος σε μια καρέκλα, έβγαζε ένα σύντομο λόγο, και κατόπιν διαλύονταν, για να αποφύγουν επέμβαση των καραμπινιέρων. Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για το τι έγινε στις 28 Οκτωβρίου 1943. Σύμφωνα με τον Ηλία Βενέζη γιορτάστηκε η επέτειος στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας, στην πλατεία Κοτζιά (ο Βενέζης ήταν τότε υπάλληλος της τράπεζας). Κατέφθασαν όμως οι Γερμανοί, που είχαν την ευθύνη της αστυνόμευσης πλέον, υποχρέωσαν όσους συμμετείχαν να σταθούν με τα χέρια ψηλά μέχρι το βράδυ, ενώ έστειλαν και είκοσι περίπου από αυτά τα άτομα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Κάποια δεν επέστρεψαν.
Για πρώτη φορά η επέτειος γιορτάστηκε επίσημα στις 28 Οκτωβρίου 1944 με παρέλαση ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποφάσισε, το 1952, η γιορτή της Αγίας Σκέπης από την 1η Οκτωβρίου να μεταφερθεί στις 28 Οκτωβρίου, με το αιτιολογικό ότι η Παναγία βοήθησε τον Ελληνικό Στρατό στον πόλεμο της Αλβανίας.


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/10/28.html#ixzz3G25gA8g5

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ

Απ' το «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον
χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας
»
του Οδυσσέα Ελύτη

Ήταν γενναίο παιδί

Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του
Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά
Και με το κράνος του, γυαλιστερό σημάδι
(Φτάσανε τόσο εύκολα μεσ' στο μυαλό
Που δεν εγνώρισε κακό ποτέ του)
Με τους στρατιώτες του ζερβά-δεξιά
Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του 

- Φωτιά στην άνομη φωτιά! -
Με το αίμα πάνω από τα φρύδια
Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε
Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν
Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής
Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο
Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας
Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας
Δεν έκλαψαν
Γιατί να κλάψουν
Ήταν γενναίο παιδί!

Κείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο
Μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού
Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!
Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του
Φαίνεται μεσ' στα σύγνεφα ο Όλυμπος ο αληθινός
Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων ...


Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο από το αίμα
Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα
Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σαν να μιλούνε
Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος
Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του
Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει
Ολοένα εκείνος ανεβαίνει

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο
Αύριο, αύριο λένε: το Πάσχα τ' ουρανού! 

Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μέσ' στο αίμα
Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει:
Ελευθερία,
Έλληνες μέσ' στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο:
Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Α
Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.

Ο Όρθιος σκοπός (Άγγελος Σικελιανός)
από τα Χωρικά της Σίβυλλας

Το γένος βουλιαγμένο μες στον αιώνα
να λυτρωθεί μονάχο του μπορεί
μα να ξυπνήσει πρέπει η πλέρια Μνήμη
βαθειά του, αδάμαστη και τρομερή 

Κανείς δε θα ξεφύγει τη γενιά του!
το βάρος της θα σπάσει ως τη στιγμή
που βγαίνοντας από τη λησμονιά του
στο φως που πια δεν στέκουν δισταγμοί,
.................
Της ζωής θε να ντυθεί την πανοπλία,
και μ' ακέριο τον άγιο σκελετό
των περασμένων, θα στηθεί στη γη του
με το κεφάλι αλύγιστο κι ορτό! 

Ελέγαμε: ένα Μαραθώνα ακόμα!
Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα!
Ελέγαμε: Ακόμα ένα εικοσιένα!
Κι ήρτες τέλος συ, Μητέρα-Μέρα,
οπού αγκάλιασες κι ανύψωσες
ολόκληρα τα περασμένα
στον ανώτατο λυτρωτικό σκοπό τους,
στον υπέρτατο τους ηθικόν Ιστορικό Ρυθμό! 

Ω δικαίωση όλων των ελληνικών αγώνων!
Ω ύψιστη ηθική στροφή μέσα στο χάος ολόκληρου του Κόσμου!
Και μαζί, ω γιγάντια, πλέρια ιστορική καταβολή, από την οποία,
Ν ι κ η τ έ ς, οι Έλληνες, θα ξεκινήσουμε αύριο,
πρωτοπόροι της πνευματικής ανάπλασης ολόκληρης της γης! 

Ω Μέρα-Μάννα, που μας έσπασες ακέρια κι ως το ύστατο,
όλα τα κρυφά εσωτερικά δεσμά μας!
Ω κοσμοϊστορική Ελευθερία, τόσο βαθειά λαχταρισμένη!
Να Σε! Σε κατέχουμε! Σε νιώθουμε! Σε θέλουμε! 

Και θε να Σε κρατήσουμε όλοι,
στο τεράστιο ύψος που μας φανερώθηκες απ' τα χαράματα
των Εικοσιοχτώ του Οχτώβρη του 1940,
κι ως με τη συντέλεια των αιώνων, είτε ζήσουμε,
είτε, αύριο που θα φέγγεις πάνω απ' όλο τον πλανήτη το γιγάντιο φως Σου,
θα βρισκόμαστε στα σπλάχνα Σου, ω Μητέρα, αθάνατοι νεκροί!
5 του Νοέμβρη 1940, Αθήνα




Ο λαός - Γιάννης Ρίτσος

Τούτος ο λαός, αφέντη μου, δεν ξέρει πολλά λόγια,

σωπαίνει, ακούει, κι όσα του λες τα δένει κομπολόγια.
Και κάποιο βράδυ - πες σαν χτες - υψώνει το κεφάλι
κι αστράφτουνε τα μάτια του κι αστράφτει ο νους του πάλι.
Κι όπως περνάν κι όπως βροντάν, μαδάει ο αγέρας ρόδα
κι από τη λάσπη ξεκολλά της Ιστορίας η ρόδα.
Και τούτο το περήφανο, τ' άμετρο ψυχομέτρι,
μόνη σημαία το φως κρατεί, μόνο σπαθί το αλέτρι.
Κι από τους τάφους ξεκινάν όλοι οι νεκροί του Αγώνα
και μπαίνουν πάλι στη σειρά με σιδερένιο γόνα.
Και φέγγουνε τα μάτια τους σ' όλο το μέγα βάθος
σάμπως Ανάστασης κεριά μετά από τ' Άγιο Πάθος.
Νάτος, περνάει ο αδούλωτος στρατός της δικαιοσύνης
και πάει να σπείρει όλη τη γης με στάρι κι άστρα ειρήνης.
Κι ως πάνω τους η Λευτεριά πάλλοντας ανατέλλει
φουσκώνει η άκρατη καρδιά του ανθρώπου σαν καρβέλι.

Γιάννης Ρίτσος, Ο Λαός


Το Πανανθρώπινο Εμβατήριο της Ελλάδας - Άγγελος Σικελιανός

Ὀμπρός! Μὲ ὀρθή, μεσούρανη
τῆς Λευτεριᾶς τὴ δᾴδα,
ἀνοίγεις δρόμο, Ἑλλάδα,
στὸν Ἄνθρωπον ... Ὀμπρός!

Ὁρμᾶνε πρῶτοι οἱ Ἕλληνες
κι ὅλοι οἱ λαοὶ σιμά Σου
-μεγάλο τ᾿ ὄνομά Σου-
βροντοφωνᾶν: «Ὀμπρός,

» ὀμπρός, νὰ γίνουμε ὁ τρανὸς
στρατὸς ποὺ θὰ νικήσει,
σ᾿ Ἀνατολὴ καὶ Δύση,
τὸ μαῦρο φίδι ὀμπρός,

» ὀμπρός, κ᾿ ἡ Ἑλλάδα σκώθηκε
καὶ διασκορπάει τὰ σκότη!
Ἀνάστα, ἡ Ἀνθρωπότη,
Κι ἀκλούθα την ... Ὀμπρός!»



Μάνα και γιος - Νικηφόρος Βρεττάκος 

Στης ιστορίας το διάσελο όρθιος ο γιος πολέμαγε
κι η μάνα κράταε τα βουνά, όρθιος να στέκει ο γιος της,
μπρούντζος, χιόνι και σύννεφο. Κι αχολόγαγε η Πίνδος
σαν να' χε ο Διόνυσος γιορτή. Τα φαράγγια κατέβαζαν
τραγούδια κι αναπήδαγαν τα έλατα και χορεύαν
οι πέτρες. Κι όλα φώναζαν: "Ίτε παίδες Ελλήνων ..."
Φωτεινές σπάθες οι ψυχές σταύρωναν στον ορίζοντα,
ποτάμια πισωδρόμιζαν, τάφοι μετακινιόνταν.

Κι οι μάνες τα κοφτά γκρεμνά σαν Παναγιές τ' ανέβαιναν
Με τη ευκή στον ώμο τους κατά το γιο παγαίναν
και τις αεροτραμπάλιζε ο άνεμος φορτωμένες
κι έλυνε τα τσεμπέρια τους κι έπαιρνε τα μαλλιά τους
κι έδερνε τα φουστάνια τους και τις σπαθοκοπούσε,
μ' αυτές αντροπατάγανε, ψηλά, πέτρα την πέτρα,
κι ανηφορίζαν στη γραμμή, όσο που μες στα σύννεφα
χάνονταν ορθομέτωπες η μια πίσω απ' την άλλη
 


Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας - Γιάννης Ρίτσος

1. Αναβάφτιση

Λόγια φτωχά βαφτίζονται στην πίκρα και στο κλάημα
βγάζουν φτερά και πέτονται πουλιά και κελαηδάνε

Και κειος ο λόγος ο κρυφός τής λευτεριάς ο λόγος
αντίς φτερά βγάζει σπαθιά και σκίζει τους αγέρες

2. Κουβέντα με ένα λουλούδι

Κυκλάμινο-κυκλάμινο στου βράχου τη σχισμάδα
πού βρήκες χρώματα κι ανθείς πού μίσχο και σαλεύεις

Μέσα στο βράχο σύναξα το γαίμα στάλα-στάλα
μαντήλι ρόδινο έπλεξα κι ήλιο μαζεύω τώρα

3. Καρτέρεμα

Έτσι με το καρτέρεμα μεγάλωσαν οι νύχτες
που το τραγούδι ρίζωσε και ψήλωσε σαν δέντρο

Κι αυτοί μες απ' τα σίδερα κι αυτοί μακριά στα ξένα
κάνουν πικρό να βγάλουν το "αχ" και βγαίνει φύλλο λεύκας

4. Λαός

Μικρός λαός και πολεμά δίχως σπαθιά και βόλια
για όλου του κόσμου το ψωμί το φως και το τραγούδι

Κάτω απ' τη γλώσσα του κρατεί τους βόγγους και τα ζήτω
κι αν κάνει πως τα τραγουδεί ραγίζουν τα λιθάρια

5. Μνημόσυνο

Στη μια γωνιά στέκει ο παππούς στην άλλη δέκα εγγόνια
και στο τραπέζι εννιά κεριά μπηγμένα στο καρβέλι

Μάνες τραβάνε τα μαλλιά και τα παιδιά σωπαίνουν
κι απ' το φεγγίτη η Λευτεριά τηρά κι αναστενάζει

6. Αυγή

Λιόχαρη Μεγαλόχαρη της άνοιξης αυγούλα
και που 'χει μάτια να σε ιδεί να σε καλωσορίσει

Δυο κάρβουνα στο θυμιατό και δυο κουκιά λιβάνι
κι ένας σταυρός από καπνιά στ' ανώφλι της πατρίδας

7. Δε φτάνει

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

8. Πράσινη μέρα

Πράσινη μέρα λιόβολη καλή πλαγιά σπαρμένη
κουδούνια και βελάσματα μυρτιές και παπαρούνες

Η κόρη πλέκει τα προικιά κι ο νιος πλέκει καλάθια
και τα τραγιά γιαλό-γιαλό βοσκάνε τ' άσπρο αλάτι

9. Συλλείτουργο

Κάτω απ' τις λεύκες συντροφιά πουλιά και καπετάνιοι
συλλείτουργο αρχινήσανε με τον καινούργιο Μάη

Τα φύλλα φέγγουνε κεριά στ' αλώνι της πατρίδας
κι ένας αϊτός από ψηλά διαβάζει το Βαγγέλιο

10. Το νερό

Του βράχου λιγοστό νερό απ' τη σιωπή αγιασμένο
απ' το καρτέρι του πουλιού τη σκιά της πικροδάφνης

Κρυφά το πίνει η κλεφτουριά και το λαιμό σηκώνει
σαν το σπουργίτι και βλογά τη φτωχομάνα Ελλάδα

11. Το κυκλάμινο

Μικρό πουλί τριανταφυλλί δεμένο με κλωστίτσα
με τα σγουρά φτεράκια του στον ήλιο πεταρίζει

Κι αν το τηράξεις μια φορά θα σου χαμογελάσει
κι αν το τηράξεις δυο και τρεις θ' αρχίσεις το τραγούδι

12. Λιγνά κορίτσια

Λιγνά κορίτσια στο γιαλό μαζεύουνε τ' αλάτι
σκυφτά πολύ, πικρά πολύ - το πέλαο δεν το βλέπουν

Κ' ένα πανί, λευκό πανί, τους γνέφει στο γαλάζιο
κι απ' το που δεν το αγνάντεψαν μαυρίζει απ' τον καημό του

13. Τ' άσπρο ξωκλήσι

Τ' άσπρο ξωκλήσι στην πλαγιά κατάγναντα στον ήλιο
πυροβολεί με το μικρό στενό παράθυρό του

Και την καμπάνα του αψηλά στον πλάτανο δεμένη
την εκουρντίζει ολονυχτίς για του Αη Λαού τη σκόλη

14. Επιτύμβιο

Το παλικάρι που 'πεσε με ορθή την κεφαλή του
δεν το σκεπάζει η γης ογρή σκουλήκι δεν τ' αγγίζει

Φτερό στη ράχη του ο σταυρός κι όλο χυμάει τ' αψήλου
και σμίγει τους τρανούς αϊτούς και τους χρυσούς αγγέλους

15. Εδώ το φως

Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει
μηδέ αλυσίδα στου Ρωμιού και στου αγεριού το πόδι

Εδώ το φως εδώ ο γιαλός χρυσές γαλάζιες γλώσσες
στα βράχια ελάφια πελεκάν τα σίδερα μασάνε

16. Το χτίσιμο

Το σπίτι αυτό πώς θα χτιστεί τις πόρτες ποιος θα βάλει
που 'ναι τα χέρια λιγοστά κι ασήκωτες οι πέτρες

Σώπα τα χέρια στη δουλειά τρανεύουν κι αυγαταίνουν
και μην ξεχνάς ολονυχτίς βοηθάν κι οι αποθαμένοι

17. Ο ταμένος

Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά σωπαίνουν κι οι καμπάνες
σωπαίνει κι ο πικρός Ρωμιός μαζί με τους νεκρούς του

Και άπα στην πέτρα τής σιωπής τα νύχια του ακονίζει
μονάχος κι αβοήθητος της λευτεριάς ταμένος

18. Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις

Τη ρωμιοσύνη μην την κλαις εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο

Να τη πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Γ. Ρίτσος, Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας  



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος - Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και
για το δίκαιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζει την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω από τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
Θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,
να κοιτάς έν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ' το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
Να την ακούς να σου λέει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,
για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και
για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή
και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίσεις τον δρόμο σου πάνω στη γη .
Κι' όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν
τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό
γράμμα στη μάνα σου
Θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματος σου και μια λέξη : Ειρήνη
σα να 'γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που
τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο - Νικηφόρος Βρεττάκος

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε; 
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο να ιδούμε πως έρχεται τάχατε η μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού: ένας κόσμος χαμένος.
Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ' τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ' τ' αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο, διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).
Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ' το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.
Η νύχτα μας βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ' αμπριά.
εκεί μέσα μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ' ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας το κλουβί στο παράθυρο,
τα μάτια των κοριτσιών, το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορα μας, τ
ην Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα, που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ' το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ' το θάνατο.
Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Το ότι πέθαναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα 'ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά, σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.
(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο)


Ρωμιοσύνη - Γιάννης Ρίτσος

I. Aυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Eτούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Mονάχα φως.

O δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.
Mαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
H ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Tα σκονισμένα σκοίνα.
Tο μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.

Όλοι διψάνε. Xρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά
ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Tα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθειά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Tο χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένεια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

Tόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κ' η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έρριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.
Tο ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Tόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.

II. Kάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας
είναι μια σταγόνα νερό που σκάβει από παλιά τη σιωπή ως το μεδούλι
είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.

Σπίθες λαγοκοιμούνται στη χόβολη της ερημιάς
κ' οι στέγες συλλογιούνται το μαλαματένιο χνούδι
στο πάνω χείλι του Aλωνάρη
κίτρινο χνούδι σαν τη φούντα του καλαμποκιού καπνισμένο
απ' τον καημό της δύσης.

H Παναγία πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδειά της φούστα
λεκιασμένη απ' τα σταφύλια.
Στο δρόμο κλαίει ένα παιδί και του αποκρίνεται απ' τον κάμπο
η προβατίνα πούχει χάσει τα παιδιά της.

Ίσκιος στη βρύση. Παγωμένο το βαρέλι.
H κόρη του πεταλωτή με μουσκεμένα πόδια.
Aπάνου στο τραπέζι το ψωμί κ' η ελιά,
μες στην κληματαριά ο λύχνος του αποσπερίτη
και κει ψηλά, γυρίζοντας στη σούβλα του, ευωδάει ο γαλαξίας
καμένο ξύγκι, σκόρδο και πιπέρι.

A, τι μπρισίμι αστέρι ακόμα θα χρειαστεί
για να κεντήσουν οι πευκοβελόνες στην καψαλισμένη μάντρα του
καλοκαιριού "κι αυτό θα περάσει"
πόσο θα στίψει ακόμα η μάνα την καρδιά της πάνου απ' τα εφτά
σφαγμένα παλληκάρια της
ώσπου να βρει το φως το δρόμο του στην ανηφόρα της ψυχής της.

Tούτο το κόκκαλο που βγαίνει από τη γης
μετράει οργιά-οργιά τη γης και τις κόρδες του λαγούτου
και το λαγούτο αποσπερίς με το βιολί ώς το χάραμα
καημό-καημό το λεν στα δυοσμαρίνια και στους πεύκους
και ντιντινίζουν στα καράβια τα σκοινιά σαν κόρδες
κι ο ναύτης πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Oδυσσέα.

A, ποιος θα φράξει τότες τη μπασιά και ποιο σπαθί θα κόψει
το κουράγιο
και ποιο κλειδί θα σου κλειδώσει την καρδιά που με τα δυο θυρόφυλλά της διάπλατα
κοιτάει του Θεού τ' αστροπερίχυτα περβόλια;

Ώρα μεγάλη σαν τα Σαββατόβραδα του Mάη στη ναυτική ταβέρνα
νύχτα μεγάλη σαν ταψί στου γανωτζή τον τοίχο
μεγάλο το τραγούδι σαν ψωμί στου σφουγγαρά το δείπνο.
Kαι να που ροβολάει τα τρόχαλα το κρητικό φεγγάρι
γκαπ, γκαπ, με είκοσι αράδες προκαδούρα στα στιβάλια του,
και νάτοι αυτοί που ανεβοκατεβαίνουνε τη σκάλα του Aναπλιού
γεμίζοντας την πίπα τους χοντροκομμένα φύλλα από σκοτάδι,
με το μουστάκι τους θυμάρι ρουμελιώτικο πασπαλισμένο αστέρι
και με το δόντι τους πευκόρριζα στου Aιγαίου το βράχο και το αλάτι.

Mπήκαν στα σίδερα και στη φωτιά, κουβέντιασαν με τα λιθάρια,
κεράσανε ρακί το θάνατο στο καύκαλο του παππουλή τους,
στ' Aλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή και στρώθηκαν στο δείπνο
κόβοντας τον καημό στα δυο έτσι που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι.

Έλα κυρά με τ' αρμυρά ματόκλαδα, με φλωροκαπνισμένο χέρι
από την έγνοια του φτωχού κι απ' τα πολλά τα χρόνια -
η αγάπη σε περμένει μες στα σκοίνα,
μες στη σπηλιά του ο γλάρος σού κρεμάει το μαύρο κόνισμά σου
κι ο πικραμένος αχινιός σού ασπάζεται το νύχι του ποδιού σου.
Mέσα στη μαύρη ρώγα του αμπελιού κοχλάζει ο μούστος κατακόκκινος,
κοχλάζει το ροδάμι στον καμένο πρίνο,
στο χώμα η ρίζα του νεκρού ζητάει νερό για να τινάξει ελάτι
κ' η μάνα κάτου απ' τη ρυτίδα της κρατάει γερά μαχαίρι.

Έλα κυρά που τα χρυσά κλωσσάς αυγά του κεραυνού -πότε μια μέρα θαλασσιά θα βγάλεις το τσεμπέρι και θα πάρεις πάλι τ' άρματα
να σε χτυπήσει κατακούτελα μαγιάτικο χαλάζι
να σπάσει ρόιδι ο ήλιος στην αλατζαδένια σου ποδιά
να τον μοιράσεις μόνη σου σπυρί-σπυρί στα δώδεκα ορφανά σου,
να λάμψει ολόγυρα ο γιαλός ως λάμπει η κόψη του σπαθιού και τ' Aπριλιού το χιόνι

και νάβγει στα χαλίκια ο κάβουρας για να λιαστεί και να σταυρώσει τις δαγκάνες του.


Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρού αγωνιστή - Νικηφόρος Βρεττάκος 

Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου λέμε τ᾿ ὄνομά μας.
Πάνω στὸ χῶμα τὸ δικό σου σχεδιάζουμε τοὺς κήπους
καὶ τὶς πολιτεῖς μας
Πάνω στὸ χῶμα σου εἴμαστε. Ἔχουμε πατρίδα.
Ἔχω κρατήσει μέσα μου τὴ ντουφεκιά σου.
Γυρίζει μέσα μου ὁ φαρμακερὸς ἦχος τοῦ πολυβόλου.
Θυμᾶμαι τὴν καρδιά σου ποὺ ἄνοιξε,
κ᾿ ἔρχονται στὸ μυαλό μου
κάτι ἑκατόφυλλα τριαντάφυλλα
ποὺ μοιάζουνε
σὰν ὁμιλία τοῦ ἀπείρου πρὸς τὸν ἄνθρωπο
-ἔτσι μας μίλησε ἡ καρδιά σου.
Κ᾿ εἴδαμε πὼς ὁ κόσμος εἶναι μεγαλύτερος,
κ᾿ ἔγινε μεγαλύτερος γιὰ νὰ χωρᾷ ἡ ἀγάπη.
Τὸ πρῶτο σου παιγνίδι: Ἐσύ.
Τὸ πρῶτο σου ἀλογάκι: Ἐσύ.
Ἔπαιξες τὴ φωτιά. Ἔπαιξες τὸ Χριστό.
Ἔπαιξες τὸν Ἀη-Γιώργη καὶ τὸ Διγενῆ.
Ἔπαιξες τοὺς δεῖκτες τοῦ ρολογιοῦ ποὺ κατεβαίνουνε
ἀπ᾿ τὰ μεσάνυχτα.
Ἔπαιξες τὴ φωνὴ τῆς ἐλπίδας, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπῆρχε φωνή.
Ἡ πλατεῖα ἦταν ἔρημη. Ἡ πατρίδα εἶχε φύγει.
Ἦταν καιρός! Δὲ βάσταξε ἡ καρδιά σου περισσότερο
ν᾿ ἀκοῦς κάτω ἀπ᾿ τὴ στέγη σου τ᾿ ἀνθρώπινα μπουμπουνιτὰ τῆς Εὐρώπης!
Ἄναψες κάτω ἀπ᾿ τὸ σακκάκι σου τὸ πρῶτο κλεφτοφάναρο...
Καρδιὰ τῶν καρδιῶν! Σκέφτηκες τὸν ἥλιο, καὶ προχώρησες...
Ἀνέβηκες στὸ πεζοδρόμιο κ᾿ ἔπαιξες τὸν ἄνθρωπο!

 

28η Οκτωβρίου 1940

Πολεμούν στην Αλβανία όλοι για τη Λευτεριά,
η Ελλάδα η αιωνία δε θα μείνει στη σκλαβιά.
Όλους τώρα μας ενώνει η Πατρίδα μας , παιδιά
Την Ελλάδα στεφανώνει πάλι η δόξα η παλιά.

Δόξα στην Ελλάδα , δόξα στ΄αθάνατα παιδιά,
που δώσαν τη ζωή τους για την Ελευθεριά.
Δόξα στην Ελλάδα , δόξα στ΄αθάνατα παιδιά,
που δώσαν τη ζωή τους για την Ελευθεριά.

Η Πατρίδα στα όπλα μας κράζει,
όλοι εμπρός με γενναία καρδιά.
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

Δόξα στην Ελλάδα , δόξα στ΄αθάνατα παιδιά,
που δώσαν τη ζωή τους για την Ελευθεριά.
Δόξα στην Ελλάδα , δόξα στ΄αθάνατα παιδιά,
που δώσαν τη ζωή τους για την Ελευθεριά.



Γιορτή

Σήμερα χαρά μεγάλη
έχω μέσα στην καρδιά,
που γιορτάζει η Πατρίδα
κι η καλή μας Παναγιά.

Όλα τα μικρά παιδάκια
σήμερα έχουμε γιορτή
ποίημα ή και τραγούδι
το καθένα μας θα πει.



Εθνική γιορτή

Γιορτάζει η Πατρίδα
μεγάλη χαρά.
Σιμά η δόξα
μ' ολάσπρα φτερά.

Γιορτάζει η Πατρίδα
σε κάθε μεριά.
Μυρίζουν οι δάφνες
γελά η Λευτεριά.

Σ' αυτή τη γιορτή μας
ελάτε παιδιά.
Ψηλά τη σημαία
ψηλά την καρδιά.



Λαμπροστολίσου σημερα

Ελλάδα μας, Πατρίδα μας,
μεγάλη μας μητέρα,
λαμπροστολίσου σήμερα
στης Λευτεριάς τη μέρα.


Σαν σήμερα εφώναξες
στους Ιταλούς το «ΟΧΙ»
και τα παιδιά σου βάλανε
στα όπλα τους τη λόγχη.


Και όρμησαν με δύναμη
φωνάζοντας «αέρα»
και στείλανε τους Ιταλούς,
στον κάκο τους και ...πιο πέρα.



Μολών Λαβέ

Μια σπιθαμή απ' το χώμα αυτό
Τ' άγιο κι ιερό δε δίνω,
Τη λευτεριά μου δεν πουλώ
Και σκλάβος δε θα γίνω.

Στα χέρια μου τ΄αδείλιαστα
Το πιο παλιό ντουφέκι
Γίνεται για τη λευτεριά
Βροντή κι αστροπελέκι.

«Όχι !» φωνάζω στον εχθρό
κι ορθώνομαι λιοντάρι.
Τη λευτεριά μου όποιος μπορεί
ας έρθει να την πάρει.



Όπλα και τείχνη οι ψυχές 

ου φθινοπώρου η γιορτή σε λίγο να' την φτάνει.
Αναρριγά η καρδιά, η σκέψη τρέχει και ξαναγυρνά
γοργόφτερο πουλί, στα περασμένα πάλι.
Μια αυγή, γαλάζια χρυσαυγή, μας ζήτησαν
να δώσουμε τ' ατίμητα στου εχθρού τα χέρια.
ΟΧΙ, το βροντοφώναξαν Ελλήνων στόματα
και το' μαθεν ευθύς ο κόσμος όλος.
Ο Λεωνίδας ξαναζεί στις Θερμοπύλες.
Οι Σαλαμίνες και τα Ζάλογγα, θεοί και ήρωες,
γενναίοι Μαραθονομάχοι, ακρίτες και οπλαρχηγοί.
Τι μας κοιτάτε; Οι νέοι Έλληνες σαν τους παλιούς
είναι γιγαντομάχοι.
ΟΧΙ, δεν θα περάσετε. Όπλα και τείχη οι ψυχές
και τα κορμιά μας.
Κι άρχισε ο πόλεμος και γίναν μάχες.
Δες παλληκάρια, σαν λιονταρόψυχοι
ορμούνε άφοβα, τσολιάδες και φαντάροι αντάμα.
ΑΕΡΑ, ΑΕΡΑ, αντιλαλούν οι λαγκαδιές,
σκορπούν οι εχθροί, φεύγουν, τα χάνουν.
Δόξα, τιμή και μεγαλείο άφθαρτο
για την Ελλάδα, τη γιγαντομάνα.
Μικρή η Δόξα, τρισμέγαλη η ψυχή.
η Ελληνική , γενναία κι αθάνατη.
Έπος αληθινό και ένδοξο, θα μείνει στον αιώνα,
το Σαράντα, γραμμένο με αγώνες, μάχες, αίματα,
για να θυμίζει ολόφωτο, στον κόσμο τον ελεύθερο
την Δόξα την αθάνατη που πάντα την Ελλάδα
στεφανώνει.




Σημαία γαλανή 

Όταν στη μέση ξεπροβαίνεις
και κυματίζεις γαλανή,
χίλιες ελπίδες ανασταίνεις
κι έχεις την πιο γλυκιά μορφή.

Όταν με χάρη κατεβαίνεις
και το κοντάρι σου φιλείς,
στους στοχασμούς μας μπαίνεις
και με τους πόθους μας μιλείς.

Όταν το αγέρι σε ψηλώνει
και κάθε άκρη σου φιλεί,
είν ο σταυρός μας που σ' ενώνει
με τη βοήθεια την τρανή.

Κι όταν γαλήνη σε διπλώνει
κι ακουμπισμένη μας θωρείς,
δόξα παλιά σε στεφανώνει
και δόξα νέα καρτερείς.

Όταν στη μέση ξεπροβαίνεις
και κυματίζεις γαλανή,
χίλιες ελπίδες ανασταίνεις
κι έχεις την πιο γλυκιά μορφή.




Στη Σημαία 

Μέσα μας βαθιά για σένα
μία λαχτάρα πάντα ζει
την πατρίδα συμβολίζεις
και τη λευτεριά μαζί.
Γαλανόλευκη η θωριά σου
και φαντάζεις μέσ' στο νου
σαν το κύμα, σαν το γέλιο
του πελάου και τ' ουρανού.
Της τιμής και της ανδρείας
είσ' αστείρευτη πηγή,
του λευκού Σταυρού σου η χάρη
δυναμώνει κι ευλογεί.
Κι όσοι χάνονται για σένα
σπώντας σίδερα βαριά,
ξεψυχούν και τραγουδούνε
χαίρε, ω χαίρε, λευτεριά.



Στους άγνωστους ήρωες

Μεσ' στου πολέμου την άγρια αντάρα,
στο Αργυρόκαστρο και στη Χειμάρα,
πόσα δεν έπεσαν νέα κορμιά,
χωρίς φροντίδα θανής καμμιά.


Άθαφτα κόκκαλα βλέπεις σπαρμένα,
μεσ' τα ρουμάνικα λησμονημένα.
ποια κόρη δάκρυα γι' αυτά έχει χύσει,
και ποια μανούλα μοιρολογήσει;


Άγνωστοι ήρωες, λησμονηθήκαν,
άγνωστοι μ' άγνωστους μαζί θαφτήκαν.
Και το φεγγάρι καθ' ένα βράδυ
φέγγει καντήλι χωρίς το λάδι.


Μα καθ' απόβραδο γυρνά στα όρη
μια λευκοφόρα κι αιθέρια κόρη
κι ευγνωμοσύνης καίει λιβάνι
καθώς τους πλέκει δόξας στεφάνι.



Στους Ήρωες της Πίνδου

Η δόξα που στολίζει
της Πίνδου τα βουνά,
λάμπει στον κόσμο πρώτη
σαν παράδειγμα παιδιά.

Γιατί ξέρουμε να ζούμε
στην Ελλάδα με τιμή,
και πεθαίνουμε και πάλι,
σαν η ώρα το καλεί.

Η τιμή για μας στολίδι
και η δόξα και η χαρά,
που με πίστη μας χαρίσαν
της γενιάς μας τα παιδιά.

Σ᾿ όσους έχουνε δοσμένη
τη ζωή τους τη γλυκιά,
δεν ξεχνούμε τη θυσία,
για μας ζούν παντοτινά.

Χαίρε γλυκιά πατρίδα,
χώμα ελληνικό.
Έπος του Μαραθώνα,
έπος αλβανικό.

Είν᾿ γραμμένο με το αίμα
σε κοιλάδες και βουνά,
δόξα και τιμή σ᾿ εκείνους,
χαίρε πάλι λευτεριά.



Το Όχι

Το Όχι το αθάνατο
που είπες το σαράντα,
εχάρισε εις τους λαούς,
τη λευτεριά για πάντα.

Έγινες κοσμοξάκουστη,
τρισένδοξη ηρωίδα•
η Πίνδος το βροντοφωνεί,
αθάνατη πατρίδα.

Το Όχι το αθάνατο
που είπες το σαράντα,
εχάρισε εις τους λαούς,
τη λευτεριά για πάντα. (δις)



Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ

Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.

Ματώνεις τη σκέψη σου,
ματώνεις τα νύχια σου λαέ μου
για να βγάλεις τον άρτο τον επιούσιο. 


Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου,
σκύβω το κεφάλι στα μαρτύριά σου
και θαυμάζω λαέ μου τα έργα σου.



Όμορφη και παράξενη πατρίδα - Οδύσσέας Ελύτης

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα 

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά
στήνει στην γη καράβι κήπο στα νερά
κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται
μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα

Κάνει να πάρει πέτρα την επαρατά
κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα
μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς
ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύρρανους

Όμορφη και παράξενη πατρίδα
ω σαν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα



Άσμα ασμάτων - Ιάκωβος Καμπανέλλης

Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου
με το καθημερνό της φόρεμα
κι ένα χτενάκι στα μαλλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
 
Κοπέλες του Άουσβιτς,
του Νταχάου κοπέλες,
μην είδατε την αγάπη μου;
 
Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι,
δεν είχε πιά το φόρεμά της
ούτε χτενάκι στα μαλλιά.
 
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.
 
Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,
κοπέλες του Μπέλσεν,
μην είδατε την αγάπη μου;
 
Την είδαμε στην παγερή πλατεία
μ’ ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι,
με κίτρινο άστρο στην καρδιά.
 
Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου,
η χαϊδεμένη από τη μάνα της
και τ’ αδελφού της τα φιλιά.
Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.




 Ακόμα δεν μπόρεσα - Γιώργος Σαραντάρης
 

 Ακόμα δεν μπόρεσα να χύσω ένα δάκρυ  
      πάνω στην καταστροφή
      δεν κοίταξα ακόμα καλά τους πεθαμένους,
      δεν πρόφτασα να δω πως λείπουνε
      από τη συντροφιά μου,
      πως έχασαν τον αέρα που εγώ αναπνέω
      και πως η μουσική των λουλουδιών,
      ο βόμβος των ονομάτων που έχουνε τα πράγματα
      δεν έρχεται στ' αυτιά τους·
      ακόμα δεν χλιμίντρισαν τ' άλογα
      που θα με φέρουν πλάι τους.
      Να τους μιλήσω,
      να κλάψω μαζί τους
      και ύστερα να τους σηκώσω όρθιους·
      όλοι να σηκωθούμε σαν ένας άνθρωπος,
      σαν τίποτα να μην είχε γίνει
      σαν η μάχη να μην είχε περάσει πάνω από τα κεφάλια μας.
 
 
 Μη με ρωτάς - Λευτέρης Παπαδόπουλος
 Τα πολυβόλα σωπάσαν
 Οι πόλεις αδειάσαν και κλείσαν
 Ένας βοριάς παγωμένος
 Σαρώνει την έρημη γη
 
 Στρατιώτες έρχονται
 Πάνε, ρωτάνε γιατί πολεμήσαν
 Κι εσύ ησυχάζεις
 Το δάχτυλο βάζεις
 Να δεις την πληγή
 
 Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
 Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς,μη με ρωτάς
 Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
 μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
 
 Στην πολιτεία βραδιάζει
 Το χιόνι τις στέγες σκεπάζει
 Ένα καμιόνι φορτώνει
 Και κόβει στα δυο τη σιγή ...
 
 Περιπολία στους δρόμους
 Και κάποια φωνή που διατάζει
 Κι εσύ ησυχάζεις
 Το δάχτυλο βάζεις
 Να δεις την πληγή ...
 
 Μη με ρωτάς, δε θυμάμαι
 Μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
 Μη με κοιτάς, σε φοβάμαι
 Μη με κοιτάς, μη με ρωτάς, μη με ρωτάς
 
 
Μάνα μου, κρύψε το σπαθί - Πυθαγόρας
 
Μάνα μου, κρύψε το σπαθί,
 κρύψε μου το πιστόλι,
 τι ο καιρός θα ξαναρθεί
 να σηκωθούμε όλοι.
 
 Κράτα, μάνα, και θα γίνει
 το μεγάλο πήδημα.
 Λευτεριά και Ρωμιοσύνη
 είν' αδέρφια δίδυμα.
 
 Μάνα μου, κρύψε τη στολή
 τη χιλιοματωμένη.
 Τούτ' η πατρίδα κι η φυλή
 δεν κάθεται δεμένη. 


Γυναίκες Ηπειρώτισσες - Πυθαγόρας
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
μέσα στα χιόνια πάνε
κι οβίδες κουβαλάνε.
Θεέ μου τι τις πότισες
και δεν αγκομαχάνε.
Γυναίκες Ηπειρώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.

Γιαννιώτισσες, Σουλιώτισσες
ξαφνιάσματα της φύσης
εχθρέ γιατί δεν ρώτησες
ποιον πας να κατακτήσεις.

Γυναίκες από τα σύνορα
κόρες, γριές, κεράδες
φωτιά μες τους βοριάδες
Εσείς θα είστε σίγουρα
της λευτεριάς μανάδες.



Ο Ναπολιτάνος - Πυθαγόρας

Μελαχρινέ Ναπολιτάνο,
ο πόλεμος είναι φρικτός,
Εσύ μαχαίρωσες τον Πάνο,
μετά σε σκότωσε κι αυτός.

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός,
νάν' οι λαοί αδελφωμένοι,
μαύροι λευκοί ένας λαός.

 Εσύ στη Νάπολη Μπαρμπέρης
κι αυτός ψαράς στο Αιτωλικό
να μάθεις δεν θα καταφέρεις
πως φτάσαμε στο φονικό.

Τώρα κοιμάστε αγκαλιασμένοι
όπως το θέλησε ο Θεός,
νάν' οι λαοί αδελφωμένοι,
μαύροι λευκοί ένας λαός.



Το Άξιον Εστί. ι΄ (Tης αγάπης αίματα με πορφύρωσαν) - Οδυσσέας Ελύτης

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
Και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στην νιοτιά
των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο

Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να 'χα κι εγώ
μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια στιγμή
να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο

Κι από τότε γύρισαν καταπάνω μου
Των αιώνων άργητες ξεφωνίζοντας
«Ο πού σ' είδε, στο αίμα ζει
και στην πέτρα»
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο

Της πατρίδας μου πάλι ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα με φως
ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα Ρόδο μου Αμάραντο.





Ο μικρός στρατιώτης - Δημήτρης Χριστοδούλου

Ένα δέντρο που ανθίζει μες στον κόσμο μόνο του
είναι ο μικρός στρατιώτης που μετράει τον πόνο του. (δις)

Του μουσκεύουνε τη χλαίνη χιόνια κι άγριες βροχές
Κι ένα γύρο σταυροπόδι τον φυλάνε οι κορφές.
Ένα χέρι που παγώνει με το όπλο μόνο του
είν' αυτό που θα καρφώσει στην καρδιά τον πόνο του. (δις)

Του μουσκεύουνε τη χλαίνη χιόνια κι άγριες βροχές
Κι ένα γύρω σταυροπόδι τον φυλάνε οι κορφές. 




Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/10/28_41.html#ixzz3G24jBsAr