ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2016

Ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών



Ο μεγάλος ζωγράφος των ταπεινών

Της Φωτεινής Τσιτσώνη-Καβάγια
Εκπαιδευτικού
Δίχως αστέρι στην κορυφή του και χωρίς φάτνη στη βάση του, το χριστουγεννιάτικο δέντρο δε θα ήταν ένα παραδοσιακό χριστουγεννιάτικο στολίδι στο σπίτι, καθώς και χωρίς τη μυρωδιά των κουραμπιέδων και των μελομακάρονων, τα Χριστούγεννα δε θα είχαν ομορφιά! Αλλά και Χριστούγεννα πάλι δίχως το άρωμα των διηγημάτων του Παπαδιαμάντη, θα’μοιαζαν σαν τις τηγανίτες απ’ όπου θα έλειπε το μέλι τους!
Χριστούγεννα, λοιπόν, που γινόμαστε όλοι παιδιά, αναπολώντας ταξίδια σε παραμυθόκοσμους, γεμάτα από συγκινήσεις.
Κι ο κόσμος του Παπαδιαμάντη, ένας κόσμος μαγικός, ένας κόσμος όμορφος, που ευωδιάζει από χριστιανική πίστη!
Τα διηγήματά του, αγγίζουν την ψυχή του αναγνώστη και της μεταγγίζουν μια θρησκευτικότητα, μετασχηματισμένη σε ευλάβεια, σε ελπιδοφόρα εγκαρτέρηση, σε ηρωική υπομονή, σε αγάπη, σε καλοσύνη.
Σαν άλλος ιεραπόστολος, ο μοναδικός πεζογράφος, στα χρόνια που η πίστη μοιάζει τόσο απαραίτητη για τη δομή της ζωής, που περνάει κρίση, για τον προσανατολισμό του νέου, αλλά και για τη στήριξη του μεγάλου, μοιάζει με τις διδαχές του μέσα από τη γραφίδα του σαν ένας κατηχητής, που μεταδίδει με τα λόγια του την ομορφιά του χριστιανισμού.
Ο μεγάλος Παπαδιαμάντης, είναι ακόμη κι ο νοσταλγός του κόσμου των αναμνήσεων, που διατηρεί τη δροσιά των παιδικών χρόνων. Κι αυτός ο κόσμος, ο όμορφος, μοιάζει να φωτίζει σαν ηλιαχτίδα, και να θωπεύει με όσα γράφει φτωχούς και καταφρονεμένους.
Ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει σχετικά με τον Παπαδιαμάντη: «Το παιδικό τούτο κάτι, το λαχταριστό και το άφραστο αυτό ποίημα του περασμένου, του χαμένου η μουσική, μου ξαναδείχνεται και μένει εμπρός, κάπως λιγότερο αέρινο, κάπως περισσότερο σωματωμένο, μέσα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Αναμνήσεις που μετουσιώνονται μέσα σ’αυτά, σαν παιδικές παραστάσεις από μια όμορφη ζωή, γεμάτη θρησκευτικό παλμό. Και σαν τα διαβάζω τα διηγήματά του, τότε, ζω μια ζωή χειροπιαστή κι απλοϊκή κι η ψυχή μου ταιριάζει με της πατρίδας και της θρησκείας την ψυχή. Και μου δίνουν τότε του Παπαδιαμάντη οι ιστορίες, όχι τα γέλια, όχι τα δάκρυα των συγκινήσεων, που με το πνεύμα δε σχετίζονται. Μου δίνουν κάτι πιο βαθύ. Την άυλη χαρά της τέχνης».
Ήθος και ύφος η ζωή του, και η τέχνη της γραφίδας του εμπνέει πάντα ως πνευματική και ηθική επικαιρότητα.
…Κι ο Θεός έπλασε τη Σκιάθο, όμορφη, πολύ όμορφη…Κι ο Παπαδιαμάντης με τη γραφίδα του την έπλασε ομορφότερη…
Κάθε του σελίδα, τις πιο πολλές φορές αναφέρεται σ’αυτή, και είναι, πότε μια δραματική, πότε μια ειδυλλιακή του αφήγηση, πότε μια βαρκούλα με κουπιά, ολομόναχη, χαμένη στα Ρόδινα Ακρογιάλια του, με κωπηλάτη ονειροπαρμένο…
Οι ήρωές του θρησκεύονται, αλλά ζουν. Πιστεύουν στο Θεό, αλλά δεν είναι θεοί. Είναι ζωντανοί άνθρωποι, ζωντανοί Έλληνες. Ο Παπαδιαμάντης εξανθρωπίζει τη θρησκεία. Τη φέρνει στα μέτρα των ανθρώπων.
Φιλοσοφημένος μελετητής της κοινωνίας, υπήρξε αυτός που μπορούσε να τη στήσει ολόκληρη μπροστά μας .Ένας μεγάλος ζωγράφος. Κάθε ήρωάς του έχει το δικό του χαρακτήρα, το δικό του ύφος. Ηθογραφεί. Δίνει κανόνα ζωής της επίγειας και της ουράνιας. Στέκεται περήφανος μεταξύ ανθρώπινης αδικίας και θείας δικαιοσύνης.
Είναι πραγματικά ένας μάγος, που κατορθώνει να μεταμορφώνει τις ασημαντότητες της ζωής σε συναρπαστικά διηγήματα. Ένας μάγος που βαδίζει με σεμνότητα, με συντρόφισσές του την Αγάπη και την Αλήθεια.
Ό,τι αγάπησε, το’γραψε.
Κάθε του διήγημα μοιάζει τόσο αληθινό, που νιώθεις πως την ιστορία την έζησε ο ίδιος, θεατής αλλά και ήρωας μαζί!
Το βλέμμα του, λες, φωτογραφικός φακός, που αποτυπώνει πιστά μέσα του την πραγματικότητα και την αποδίδει με τη φυσικότητα που την πρόσεξε.
Κι όλα του τα διηγήματα επειδή ακριβώς είναι αληθινά, διακατέχονται από πίστη στο Θεό και από αγάπη στους ανθρώπους.
Βλέπει με τη ματιά του την παρουσία του Θεού στων πουλιών τα γλυκολαλήματα, στο κύμα του γιαλού…
 Και από το σκηνικό του περιδιαβαίνουν φτωχοί, ταπεινοί και καταφρονεμένοι, που στο τέλος βγαίνουν όλοι τους νικητές, ενώ με δεξιοτεχνία ζωγράφου αριστοτέχνη περιγράφει τη φύση, κι όταν χαμογελάει αλλά και όταν σκοτεινιάζει μέσα στη θύελλα και στην καταιγίδα.
 Ένας όμορφος κι εξευγενισμένος κόσμος, ένας κόσμος ελληνοχριστιανικός, ένας πλούτος λογοτεχνικά αστείρευτος.
 Και περιμένει ο Παπαδιαμάντης τα Χριστούγεννα να τα ηθογραφήσει με τα διηγήματά του: «Στου Χριστού το κάστρο», «Της Κοκκόνας το σπίτι», με την «Υπηρέτρα» του, με τα «Χριστούγεννα του Tεμπέλη»…
 Κι είναι οι νύχτες των διηγημάτων του παγωμένες, χειμωνιάτικες, που τ’αστέρια λαμπυρίζουν σαν διαμάντια στο σκούρο μπλε βελούδο τ’ουρανού και που το κρύο βασιλεύει παντού εκτός από τις καρδιές τις ανθρώπινες…
 Κι είναι νύχτες που ξημερώνουν τα Χριστούγεννα, διαλαλώντας τα με το χτύπημα της καμπάνας, στης φύσης την παγωνιά, που όλοι περιμένουν με χαρά του Μεσία τη γέννηση.
 Κι είναι νύχτες των καλικατζάρων, των σκανταλιάρικων ξωτικών, των φοβερών κι αλλόκοτων πλασμάτων, των μικρών πιτσιρίκων, που με τις στεντόριες φωνές τους ψάλλουν τα κάλαντα, προσπαθώντας να φέρουν το μήνυμα της Γέννησης στους κατοίκους του νησιού…
 Κι είναι όλοι οι ήρωές του άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, που παλεύουν για την καθημερινότητά τους… Κι ο Νυφιώτης, κι ο Μπάκας, κι ο καπετάν Γιαννακός ο Συρμαής, κι η Κοκκόνα Αννίκα, κι ο Παλούκας, κι ο Κωσταντής ο Τσιτσούκας, κι ο παπα-Φραγκούλης, κι ο Φλασκομπιμπίκος ο Κιτρινιάρης, κι ο Βρικολακάκης ο Γιαννιός, κι η θεια-Αχτίτσα η Σταχομαζώχτρα, κι η κυρα-Ρήνη η Ελευθέραινα, κι η κυρα-Παναγίνα η Κωσταντινιά, η Σαραντανονού, κι ο Καλάμπας ο νιόγαμπρος, και τόσοι άλλοι, αμέτρητοι, ήρωες, που φέρνουν μηνύματα από γενιές περασμένες, που μας χαρίζουν την ευκαιρία να γνωρίσουμε αυτά που σφιχτοδένουν το λαό μας μέσα από το χρόνο, τα έθιμα, τις παραδόσεις, τα τραγούδια.
 Και καθώς αναφερόμαστε στην παπαδιαμάντεια εποχή, ας μπούμε σε μια σχολική αίθουσα, όπου τα παιδιά κάθονται στα θρανία τους, (ξύλινα τότε) και όπου γίνεται εξέταση από το δάσκαλο στο μάθημα της Ιεράς Ιστορίας, και στη συνέχεια ακολουθεί το μάθημα της Γεωγραφίας, ενώ από το διάλογο μεταξύ δασκάλου και μαθητών καταδεικνύεται χαρακτηριστικά η εικόνα της παιδείας εκείνης της εποχής (του δευτέρου ήμισυ του 19ου αι.).
…Κι ο διδάσκαλος ήρχισεν την εξέτασιν της Γεωγραφίας.
-Εκ πόσων νήσων αποτελείται η Επτάνησος;
Ο πρώτος των μαθητών απήντησεν:
-Η Επτάνησος, η Ιόνιος Πολιτεία, αποτελείται εξ επτά νήσων.
-Πολύ καλά, είπεν ο διδάσκαλος.
-Δάσκαλε, ρώτησε στη συνέχεια ο μαθητής, φέρνων την χείρα εις το ους, γιατί, ενώ το χαρτί μας λέει μέσα ότι η Επτάνησος αποτελείται από επτά νησιά, ύστερα στο μέτρημα βγαίνουν δέκα;
-Τα μέτρησες εσύ;
-Τα μέτρησα, να! (Κι άρχισε να μετρά με τα δάχτυλά του): « Κέρκυρα, Κορφοί, Λευκάς, Αγία Μαύρα, Κύθηρα, Τσιρίγο, Παξοί, Ιθάκη, Κεφαλληνία, Ζάκυνθος».
Οι άλλοι συμμαθηταί του εγέλων εν χορώ διά την πολυπραγμοσύνην του. Το βέβαιον είναι ότι ουδέποτε είχον οιανδήποτε έννοιαν αι λέξεις, όσαι ήταν τυπωμέναι εντός των βιβλίων των. Και ο διδάσκαλος ως διά να «μην τους χαλάσει την καρδίαν», επειδή εγέλων, έσπευσε να απαντήσει:
-Αυτά θα τα μάθετε όταν… (όταν θα μεγαλώσετε και θα πάτε σε ανώτερο σχολείο, ήθελε να πει)
Τώρα αν τα έμαθαν ποιος να το ξέρει;…