ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!!!






2 περιστέρια να ΄ρθούνε να φέρουνε ευχές

λοι σας να γιορτάσετε με γέλια και χαρές.

όμορφο ξεκίνημα να έχει η χρονιά

χιλιάδες όνειρα να βγουν αληθινά.

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

ΣΧΟΛΙΚΕΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΒΑΣΜΑ :ΤΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΞΕΤΕ

Η σωστή απόφαση δεν μπορεί να είναι απόλυτη και σε αυτό παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες. Οι ειδικοί σε θέματα παιδιών τονίζουν ότι οι σχολικές διακοπές έχουν μεγάλη σημασία για ένα παιδί, του δίνουν την ευκαιρία να απομακρυνθεί από τις υποχρεώσεις του διαβάσματος και να επανέλθει πιο δυναμικά ξανά στο σχολείο. Η χαλάρωση, το πρωινό ξύπνημα αργά, το παιχνίδι, η διασκέδαση με άλλα παιδιά, είναι αναγκαία και επιβάλλονται.
Ας δούμε, όμως, ορισμένα πράγματα που θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και να κινηθούμε ανάλογα κατά τις σχολικές διακοπές των παιδιών μας:
- Κάθε παιδί διαφέρει από τα άλλα. Έχει τη δική του προσωπικότητα, επιδόσεις, ανάγκες, συμπεριφορά. Εάν ο καλύτερός του φίλος, για παράδειγμα, κάνει κάθε μέρα επαναλήψεις στα μαθηματικά, επειδή είναι αδύναμος, δεν σημαίνει ότι χρειάζεται και το δικό σας παιδί κάτι ανάλογο.
- Σκεφτείτε την ανάγκη του για ξεκούραση. Οι διακοπές των παιδιών δεν διαφέρουν σε τίποτα από την «άδεια» από τη δουλειά, των ενηλίκων. Κι εμείς διακόπτουμε κάποιες ημέρες τον χρόνο την εργασία μας και το ίδιο χρειάζονται και τα παιδιά μας. Ο στόχος είναι να μην τρέχουν το πρωί νωρίς μέσα στο κρύο να προλάβουν την πρώτη ώρα. Πρέπει να παίξουν και να δουν τηλεόραση, να ψυχαγωγηθούν σε θέατρα, παιδότοπους, εκδηλώσεις κ.λ.π. Συνεπώς θα πρέπει οι γονείς να μη θεωρούν αυτές τις ημέρες των διακοπών για τα παιδιά, χάσιμο χρόνου. Όλοι χρειαζόμαστε τις ξένοιαστες ημέρες στη ζωή μας για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας, το ίδιο και τα παιδιά μας.
- Η απόφαση που θα πάρουμε σχετικά με το πρόγραμμα των σχολικών διακοπών των παιδιών, είναι σε συνάρτηση με τις επιδόσεις τους στο σχολείο. Ένας καλός και επιμελής μαθητής, που έχει πάρει αρκετά καλούς βαθμούς μέχρι πρόσφατα, έχει δικαίωμα να μην ανοίξει σχολικό βιβλίο στις διακοπές του. Εάν, όμως, ο μικρός σας μαθητής δεν είναι ιδιαίτερα επιμελής, μπορείτε να ορίσετε κάποιες ημέρες -όχι κατ'ανάγκη καθημερινά- που θα κάνει κάποιες επαναλήψεις για να καλύψει τα κενά του. Η απόφαση αυτή έχει και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι το παιδί μπορεί έτσι να καταλάβει ότι όλα όσα κάνουμε έχουν συνέπειες –είτε θετικές είτε αρνητικές.
- Συζητήστε με τους δασκάλους και τους καθηγητές των παιδιών σας τις σκέψεις σας και τους προβληματισμούς σας σχετικά με το διάβασμα στις διακοπές. Αυτοί γνωρίζουν, ίσως καλύτερα, αν το παιδί σας έχει τελικά κενά ή όχι στα εκπαιδευτικά του θέματα και αν -λόγω χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας- θα αντέξει μια τέτοια πίεση.
- Προτρέψτε τα παιδιά να διαβάζουν εξωσχολικά βιβλία. Πλεονεκτούν έναντι των σχολικών γιατί έχουν ενδιαφέρον, διασκεδάζουν, ψυχαγωγούν και μπορείτε να καταφέρετε να τα θεωρήσουν το ίδιο ευχάριστα με τα παιχνίδια τους. Προσέξτε όμως: Μην τα πιέζετε να τελειώσουν γρήγορα ή να διαβάζουν κάθε μέρα και λίγο από το καινούργιο τους βιβλίο. Θα το θεωρήσουν κι αυτό καταναγκαστικό. Αφήστε ελεύθερη αυτή τη σχέση και την ανάγκη για διάβασμα και δεν θα το μετανιώσετε.
- Τέλος, μιλήστε με τα παιδιά για τις σκέψεις σας σχετικά με το διάβασμα και τις επαναλήψεις στις διακοπές τους. Είναι πολύ πιθανόν να συμφωνήσουν μαζί σας, συζητήστε το αναλυτικά, λάβετε υπόψη τις αντοχές και τις διαφωνίες τους και ρωτήστε πώς προτείνουν εκείνα καλύτερα να διαμορφωθεί ένα τέτοιο πρόγραμμα και ποιες ώρες τα βολεύει.
Θυμηθείτε ότι κάθε παιδί θεωρεί τις σχολικές διακοπές μια μεγάλη ελευθερία από τη συνήθη καθημερινότητά του και κάθε φορά τις περιμένει με μεγάλη ανυπομονησία. Με βάση αυτήν τη διαπίστωση, μπορείτε να διαχειριστείτε καλύτερα τις αντιδράσεις του και να πετύχετε καλύτερα αποτελέσματα όποιο και αν είναι το πρόγραμμα που θα αποφασίσετε από κοινού.


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/12/blog-post_495.html#ixzz3NOvPQa6L

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΛΟΥΡΙΟΥ


Κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς ετοιμάζουμε τη βασιλόπιτα, τη στολίζουμε με τον αριθμό της νέας χρονιάς και μέσα της κρύβουμε ένα φλουρί, το οποίο πιστεύεται ότι φέρνει γούρι σε όποιον το κερδίσει. Γιατί συντηρούμε χρόνια τώρα αυτό το έθιμο με πίστη και πραγματική αφοσίωση; Κι από πού μας έρχεται;



Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο αποδίδεται εξ ολοκλήρου στον αφιλοχρήματο και ανθρωπιστή επίσκοπο της Καισάρειας στην Καππαδοκία Μέγα Βασίλειο, ο οποίος υπήρξε θρησκευτικός άρχοντας με πρότυπο φιλανθρωπικό έργο, πραγματική συμπόνια και μέριμνα για τους συνανθρώπους του, καθώς και λάτρης της ελληνικής φιλοσοφίας.
Κατά μία εκδοχή της σχετικής παράδοσης ο επίσκοπος βρέθηκε σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, όταν χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τον θρασύ και άρπαγα έπαρχο της Καππαδοκίας: Ο σκληρόψυχος άντρας απαίτησε από τον Μέγα Βασίλειο να του παραδώσει άμεσα όλο το χρυσάφι της πόλης, αλλιώς θα την πολιορκούσε με σκοπό την κατάκτηση και τη λεηλασία της.
Ο Μέγας Βασίλειος προσευχόταν στον Θεό όλη τη νύχτα παρακαλώντας τον να σώσει την πόλη και τους ανθρώπους. Όταν ξημέρωσε, ο έπαρχος κύκλωσε με τον στρατό του την πόλη και ζήτησε από τον επίσκοπο – ο οποίος βρισκόταν ακόμα στον ναό και προσευχόταν – να ικανοποιηθεί η απαίτησή σου, αλλά έλαβε την απάντηση ότι οι φτωχοί και πεινασμένοι κάτοικοι δεν είχαν τίποτα να του δώσουν.
Τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου θύμωσαν περισσότερο τον έπαρχο, ο οποίος τον προειδοποίησε πως θα τον εξορίσει πολύ μακριά από τον τόπο του. Τον απείλησε μάλιστα πως θα τον σκοτώσει, αν δεν υπακούσει στις εντολές του. Ακούγοντας τις απειλές οι χριστιανοί της Καισάρειας θέλησαν να βοηθήσουν τον αγαπημένο τους επίσκοπο. Μάζεψε λοιπόν ο καθένας ό,τι χρυσαφικό είχε στο σπίτι του και τα έβαλαν όλα σε ένα σεντούκι, το οποίο παρέδωσαν στον θρησκευτικό τους άρχοντα. Ο Μέγας Βασίλειος, αφού προσευχήθηκε ξανά για τη σωτηρία της πόλης, το παρέδωσε στον έπαρχο.
Όταν ο έπαρχος άνοιξε το σεντούκι κι ακούμπησε τα χέρια του πάνω στα χρυσαφικά, εμφανίστηκε μία λάμψη κι αμέσως μετά ένας λαμπρός καβαλάρης που χίμηξε με τον στρατό του πάνω στον στρατηγό και τους ανθρώπους του αφανίζοντάς τους. Ο ολόλαμπρος καβαλάρης λέγεται ότι ήταν ο Άγιος Μερκούριος και οι στρατιώτες του άγγελοι.
Μετά την ανέλπιστη σωτηρία της Καισάρειας ο Μέγας Βασίλειος βρέθηκε πάλι σε προβληματισμό. Έπρεπε να επιστρέψει τα χρυσαφικά στους κατοίκους και μάλιστα να πάρει ο καθένας ό,τι του ανήκε. Δεν έπρεπε να αδικηθεί κανείς. Αλλά αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Τότε παρακάλεσε πάλι τον Θεό να τον βοηθήσει κι Εκείνος του έδωσε φώτιση και λύση.
Ο επίσκοπος φώναξε τους βοηθούς και τους διακόνους και τους ζήτησε να ζυμώσουν μικρά ψωμιά βάζοντας μέσα στο καθένα από αυτά λίγα χρυσαφικά. Όταν τα ετοίμασαν, τα μοίρασε στους ανθρώπους της πόλης σαν ευλογία. Όλοι οι κάτοικοι απόρησαν στην αρχή, στη συνέχεια όμως η απορία μετατράπηκε σε έκπληξη όταν, κόβοντας η κάθε οικογένεια το ψωμάκι της, έβρισκε μέσα τα δικά της χρυσαφικά.
Από τότε η πρώτη ημέρα του χρόνου είναι ημέρα τιμής προς τον Άγιο Βασίλειο, ο οποίος λέγεται ότι απεβίωσε την 31η Δεκεμβρίου και ετάφη την 1η Ιανουαρίου του έτους 379. Η μνήμη του γιορτάζεται με πρωταγωνίστρια τη γνωστή βασιλόπιτα με το φλουρί, για να μας θυμίζει το μικρασιατικό αυτό θαύμα που έρχεται από τα παλιά.


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/12/blog-post_350.html#ixzz3NOuSs9HS

Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

20 διάσημοι πίνακες ζωγραφικής με θέμα τα Χριστούγεννα




20 πίνακες διάσημων ζωγράφων που έχουν ως κύριο θέμα τους τα Χριστούγεννα.
Δείτε μέσα σ' αυτούς και ποιος είναι ο πιο διάσημος ελληνικός χριστουγεννιάτικος πίνακας:
 Pieter Bruegel ο πρεσβύτερος
Paul Gauguin 1894
κάλαντα - Nikolai Pimonenko
Τα παιδιά προσμένουν τη γιορτή - Theodor Hildebrandt
Salvador Dali - 1946
παραμονή Χριστουγέννων - George H.Yewell - 1863
παραμονή Χριστουγέννων - Stanhope Alexander Forbes - 1897
Χριστουγεννιάτικα φρούτα και ξηροί καρποί Eloise Harriet Stannard
Robert Braithwaite Martineau
Το πρωινό των Χριστουγέννων - Καρλ Λάρσον - 1894
Χριστουγεννιάτικο πάρτι - George Henry Durrie - 1852
Χριστουγεννιάτικα δώρα- Hugo Oehmichen - 1882
Nikolai Pimonenko
Χριστουγεννιάτικη ώρα -Eastman Johnson - 1864
το χριστουγεννιάτικο δέντρο - Albert Chevallier Tayler - 1911
Χριστουγεννιάτικοι επισκέπτες Frederick Daniel Hardy - 1869
παραμονή χριστουγέννων John Sargent Noble
Κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο - Franz Skarbina - 1892
ανάμνηση των Χριστουγέννων - Antonio Garcia y Mencia
Φυσικά δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τον πιο διάσημο ελληνικό  χριστουγεννιάτικο πίνακα
Το 1872 ο Νικηφόρος Λύτρας ζωγράφισε μια ομάδα παιδιών διαφόρων εθνικοτήτων να λένε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα. Αρκούσε αυτό το έργο για να αποδοθεί στον κορυφαίο Έλληνα καλλιτέχνη ο τίτλος του «ζωγράφου των Χριστουγέννων». 


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/12/20_47.html#ixzz3MAPWvixi

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014

ΈΤΣΙ ΉΤΑΝ Ο 'ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ.....

Την μορφή του συμπαθέστατου αγίου των Χριστουγέννων, αγαπημένου μικρών και μεγάλων έρχεται να αναδημιουργήσει η τεχνολογία. Επιστήμονες από τη Σχολή Τέχνης και Σχεδίου του Liverpool John Moores University χρησιμοποιώντας 3D τεχνολογία κατάφεραν να φτιάξουν το πορτρέτο του Αϊ-Βασίλη (του δυτικού Άγιου Βασίλη, δηλαδή του Αγίου Νικολάου). Οι επιστήμονες βασίστηκαν σε ιστορικά στοιχεία για τον Άγιο Νικόλαο, τον επίσκοπο του 4ου αιώνα, χρησιμοποιώντας λείψανά του που βρίσκονται στον καθεδρικό ναό του Μπάρι στην Ιταλία.
Με την κλασική λευκή γενειάδα, το γλυκό πρόσωπο και τα ήρεμα χαρακτηριστικά, ακόμα και τη σπασμένη μύτη, ο άγιος εμφανίζεται μπροστά μας και συνάδει απόλυτα με την εικόνα που έχουμε όλοι γι’ αυτόν στο μυαλό μας. Και για έναν περίεργο λόγο όλοι όσοι ντύνονται τις γιορτές με το κοστούμι του αγίου μοιάζουν πάρα πολύ σε αυτόν!
perierga.gr - Έτσι ήταν ο Άγιος Βασίλης!


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/12/3d.html#ixzz3LqVxsKEZ

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ






Το 378 για πρώτη φορά γιορτάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη ως αυτοτελής γιορτή.

Το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων αντικατέστησε πιθανότατα αρχαιοελληνικές ή ρωμαϊκές γιορτές, όπως τα Σατουρνάλια, τα Κρόνια κ.ά., συνδεδεμένες με τις χειμερινές τροπές του ήλιου (το χειμερινό ηλιοστάσιο στις 22 Δεκεμβρίου).

Περιλαμβάνει τις ημέρες από την παραμονή των Χριστουγέννων (24 Δεκεμβρίου) έως την παραμονή των Θεοφανείων (5 Ιανουαρίου). Έτσι, είναι φυσικό, οι χριστιανικές γιορτές, όπως είναι η Γέννηση του Χριστού, η εορτή του Αγίου Βασιλείου, η Περιτομή και η Βάπτιση να έχουν συνδεθεί με ειδωλολατρικές συνήθειες που αποσκοπούσαν στον εξευμενισμό των δαιμονικών όντων και στην ευετηρία (καλοχρονιά).

Κύριο χαρακτηριστικό των ημερών αυτών είναι οι αγερμοί (κάλαντα) από μικρούς και μεγάλους, οι μεταμφιέσεις, οι προληπτικές ενέργειες για το καλό της χρονιάς κ.ά.

Τα χοιροσφάγια
Μια χαρακτηριστική εκδήλωση των Χριστουγέννων είναι τα χοιροσφάγια, με θυσιαστικό χαρακτήρα, απήχηση αρχαίων εξιλαστήριων και καθαρτήριων θυσιών που συνοδεύονται από μαγικές και δεισιδαιμονικές πράξεις, όπως τα μαντέματα. Οι Ρωμαίοι στην εορτή των Βρουμαλίων στο τέλος του έτους θυσίαζαν χοίρους στον Κρόνο και τη Δήμητρα. Ο χοίρος είναι πιθανότατα μία ενσάρκωση του βλαστικού και γονιμικού δαίμονα, είτε επειδή καταστρέφει τη βλάστηση είτε και εξαιτίας της πολυτοκίας του.

Στον παραδοσιακό πολιτισμό η λατρεία είναι ενσωματωμένη στην αγροτική οικονομία. Η εκτροφή του χοίρου εξασφαλίζει στην οικογένεια κρέας και λίπος για ολόκληρη τη χρονιά. Δεν ήταν δύσκολο να διατηρούν από ένα χοίρο σε κάθε σπίτι καθώς ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία και είχαν να τον ταϊσουν σιτηρά, τυρόγαλο, βελανίδια και αποφάγια αντί να τα πετάνε.

Για τη σφαγή ακολουθούνταν ιδιαίτερη εθιμοτυπία καθώς γινόταν με ειδικό μαυρομάνικο μαχαίρι και θύτης ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Από το αίμα του ζώου έγραφαν ένα σταυρό στο μέτωπο των μικρών παιδιών για τον πονοκέφαλο.

Κάρφωναν το ρύγχος του χοίρου στον τοίχο ή πάνω από την πόρτα για να διώχνει τους καλικαντζάρους. Από τη σπλήνα και το συκώτι του μάντευαν το μέλλον της οικογένειας.

Έπειτα μαζεύονταν στα σπίτια και δοκίμαζαν τους χοιρινούς μεζέδες και παρασκεύαζαν τα λουκάνικα, τα απάκια και τα σύγλινα. Ιδιαίτερα φιλανθρωπικό χαρακτήρα αλληλεγγύης προς τον συνάνθρωπο είχε η συνήθεια να στέλνουν «τα σκουτελικά για ψυχικό» δηλαδή καλάθια με δώρα, κυρίως φαγώσιμα.

Τα Χριστούγεννα και τα έθιμά τους
Η γιορτή των γενεθλίων του Χριστού θεσπίστηκε στις 25 Δεκεμβρίου από τους Χριστιανούς και ο εορτασμός της επεκτάθηκε σταδιακά σε όλο το ρωμαϊκό κράτος, ανατολικό και δυτικό. Στόχος τους ήταν να παραμερίσουν τον περσικό θεό Μίθρα, θεό του ήλιου και του φωτός. Η μέρα των γενεθλίων του «το Γενέθλιον του αήττητου Ήλιου» γιορταζόταν στις 25 του Δεκέμβρη. Η γιορτή αυτή συνδυαζόταν με τα Σατουρνάλια, παλιά αγροτική γιορτή που έγινε μία από τις σπουδαιότερες γιορτές των Ρωμαίων και γιορταζόταν από τις 17 έως τις 23 Δεκεμβρίου.

Ο σύνδεσμος του Χριστού με τον ήλιο φανερώνεται και στην υμνογραφία των Χριστουγέννων: «Ανέτειλας, Χριστέ, εκ Παρθένου, νοητέ Ήλιε της Δικαιοσύνης». Η γέννηση του Χριστού γιορταζόταν αρχικά στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με τη βάπτιση. Το 378 για πρώτη φορά γιορτάστηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα Χριστούγεννα ως αυτοτελής γιορτή.

Προάγγελος των Χριστουγέννων είναι οι ομάδες των παιδιών που τραγουδούν τα κάλαντα. αρχίζοντας με την εξιστόρηση της γέννησης του Χριστού, συνεχίζουν με παινέματα για το σπίτι και τους σπιτικούς και τελειώνουν ζητώντας πλούσιο φιλοδώρημα.

Στο Ζαγόρι της Ηπείρου για παράδειγμα, ξημερώνοντας Χριστούγεννα, κάνουν τα «σπάργανα», τηγανίτες με πολλά καρύδια επάνω που συνηθίζουν να προσφέρουν σε όσους επισκέπτονται λεχώνα. Το Δωδεκαημέρου που μεσολαβεί ανάμεσα στη γέννηση και τη βάπτιση του Χριστού είναι μια ιδιαίτερη χρονική περίοδος. Αν για τα μικρά αβάπτιστα παιδιά και τις λεχώνες παίρνονται ιδιαίτερες προφυλάξεις για να τα προστατεύσουν καθώς είναι ευάλωτα στις επιβουλές και συνάμα επικίνδυνα, ο χρόνος που μεσολαβεί ως τη βάπτιση του Χριστού είναι χρόνος αταξίας που αφορά ολόκληρη την παραδοσιακή κοινωνία.

Τα Χριστούγεννα αποτελούν οικογενειακή γιορτή, που συγκεντρώνει τα μέλη της οικογένειας γύρω από το κοινό τραπέζι, όπου θα κόψουν το χριστόψωμο, στολισμένο με καρύδια και σχέδια από ζυμάρι. Στη Μακεδονία και αλλού τα Χριστούγεννα μαγείρευαν ντολμαδάκια (σαρμάδες) με λάχανο και κρέας χοιρινό, συνοδευμένο με σέλινο, πράσο ή σπανάκι, ενώ σε άλλες περιοχές έσφαζαν κότα και έφτιαχναν σούπα. Η γαλοπούλα είναι νεώτερη συνήθεια στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι.

Τα κάλαντα των Χριστουγέννων
Τα κάλαντα είναι τραγούδια που λέγονται από ομάδες παιδιών ή ενηλίκων στους δρόμους ή τα σπίτια με φιλοδώρημα. Πήραν το όνομά τους από τη γιορτή των Καλενδών του ρωμαϊκού ημερολογίου.

Την παραμονή των Χριστουγέννων παιδιά ή άντρες γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι κι έλεγαν τα κάλαντα. Στη Χίο το βράδυ της παραμονής ομάδες παιδιών ή άντρες γύριζαν στα σπίτια με τύμπανα και φλογέρες ή με μουσική και έψαλλαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Στην περιοχή Κοζάνης κρατούσαν ένα ξύλο μήκους μισού μέτρου και σχήματος Τ (την τζομπανίκα) για να χτυπούν τις πόρτες και ένα τροβά (υφαντό σακούλι για τα δώρα). Οι νοικοκυρές τους «φιλεύουν» μήλα, σύκα, καρύδια, κάστανα, κουλουράκια (κολιαντίνες), αβγά, χρήματα κ.ά.

Στην Ήπειρο τραγουδούσαν:

Κόλιαντα , μπάμπω, κόλιαντα,
Και μένα κολιαντίνα
Κι αν δεν μου δώσεις
Κι αν δεν μου δώσης κόλιαντα,,
Δώσ' μας την θυγατέρα σ'.
-Τι την θέλεις, τη δική μου θυγατέρα
-Να την φιλώ να την τσιμπώ
να με ζεσταίνει το βράδυ
Φέρτε μας τα κόλιαντα,
Τι μας πήρ' η μέρα.
Η μέρα μερουλίζει
Το πουλί τσουρίζει.
Η γάτα νιαουρίζει,
Ο Χριστός γεννιέται,
Γεννιέται και βαφτίζεται
Στους ουρανούς απάνω.
Οι άγγελοι χαίρουνται
Και τα δαιμόνια σκάνουν (=σκάνε)
Σκαίνουν και πλαντάζουν
Τα σίδερα δαγκάνουν

Το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Το χριστουγεννιάτικο δέντρο φαίνεται ότι εμφανίστηκε στη νεώτερη Ελλάδα την εποχή του Όθωνα. Βέβαια μόνο ύστερα από τον τελευταίο πόλεμο εκλαϊκεύτηκε και αγαπήθηκε ως χριστουγεννιάτικο στολίδι. Είναι γερμανικό και σκανδιναβικό έθιμο και από εκείνους τους λαούς το έμαθαν και οι άλλοι. Η χρήση πράσινων κλαδιών αειθαλών δένδρων υπήρχε και στις αρχαίες γιορτές των «δεντροφοριών» και στις ρωμαϊκές και βυζαντινές καλένδες. Το δέντρο με τα αναβλαστικά σχήματα και το πράσινο χρώμα ήταν πάντα ένα σύμβολο ζωής. Όσον αφορά το στολισμένο καραβάκι τα παιδιά των νησιών και των παραθαλασσίων περιοχών τραγουδούσαν τα κάλαντα κρατώντας φωτισμένα καράβια σαν φαναράκια. Στην Ηπειρωτική και Ορεινή Ελλάδα κρατούσαν επίσης φανάρι, μια εκκλησία, ένα ομοίωμα της αγιας-Σοφιάς.

Οι καλικάντζαροι
Οι καλικάντζαροι έρχονταν την παραμονή των Χριστουγέννων και έφευγαν τα Θεοφάνεια. Έχουν διάφορες ονομασίες: Λυκοκαντζαραίοι, σκαρικατζέρια, καρκατζέλια, πλανήταροι (Κύπρος), Κάηδες (Σύμη), καλλισπούδηδες, χρυσαφεντάδοι (Πόντος), κωλοβελόνηδες, παρωρίτες ή παραωρίτες (πριν από το λάλημα του πετεινού), παγανά. Με παρεμφερή ονόματα υπάρχουν οι καλικάντζαροι και στους βαλκανικούς λαούς. Και στους άλλους χριστιανικούς λαούς εμφανίζονται δοξασίες για δαιμονικά όντα κατά το Δωδεκαήμερο: Λυκάνθρωποι, Στρίγγλες, Μάγισσες, Νόρνες.

Συμβολίζουν το σκοτάδι και ζουν όλο το χρόνο στα έγκατα της γης, προσπαθώντας να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γη. Όταν είναι πολύ κοντά να το πετύχουν, την παραμονή των Χριστουγέννων ανεβαίνουν στη γη δημιουργώντας προβλήματα στους ανθρώπους. Η πίστη για τους καλικαντζάρους ως δαιμονικών όντων που ζουν κάτω από τη γη στηρίζεται στην κοσμοθεωρία περί ακινησίας της γης. Μένουν ανάμεσα στους ανθρώπους δώδεκα ημέρες ως την παραμονή των Φώτων αφήνοντας στην ησυχία του το δέντρο της Ζωής να αναβλαστήσει.

Ο λαός τους φαντάζεται μαύρους και άσχημους, κουτσούς, ψηλούς με μάτια κόκκινα, πόδια τραγίσια και σώμα τριχωτό. Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να τους εξουδετερώσουν με διάφορους τρόπους και κυριότερα με τη φωτιά, η οποία καίει συνεχώς στο τζάκι όλο το Δωδεκαήμερο. Διάλεγαν ένα κούτσουρο («δωδεκαμερίτης», «χριστόξυλο») και μάλιστα από αγκαθωτό δέντρο. Με τη στάχτη του ράντιζαν το σπίτι ξημερώματα παραμονής Θεοφανείων τρέποντας σε φυγή τα δαιμόνια.

Σύμφωνα με μια παράδοση: «Οι Λυκοκαντζαραίοι έρχονται από τη γης αποκάτου. Ούλο το χρόνο πελεκάν με τα τσεκούρια να κόψουν το δέντρο που βαστάει τη γης. Κόβουν κόβουν όσο που μενέσκει λιγάκι ακόμα ως μια κλωνά άκοπο, και λεν «χάισε να πάμε, και θα πέση μοναχό του».

Και στα νησιά φτάνουν οι καλικάντζαροι. Με το καράβι τους. Κάνουν ζημιές: Χύνουν το νερό, τ' αλεύρι, κατουρούν τη στάχτη. Γι αυτό και βάζουν στη φωτιά ρείκια, αλάτι, που κάνουν κρότο, ή ρίχνουν κανένα πετσί να βρωμάει».

Ο λαός πιστεύει ότι Καλικάντζαροι γίνονται όσοι γεννιούνται το Δωδεκαήμερο, γιατί έχουν συλληφθεί την ίδια μέρα με το Χριστό. Θέλουν να κάνουν κακό στους ανθρώπους. Είναι άσκημοι, κουτσοί, εριστικοί, ανόητοι γιατί δεν βοηθά ο ένας τον άλλον και για το λόγο αυτό είναι αναποτελεσματικοί στο να κάνουν κακό. Όσους περπατούσαν τη νύχτα έξω τους ανάγκαζαν να χορέψουν μαζί τους (είναι χαρακτηριστικό το παραμύθι με τη Μάρω που γύριζε από το μύλο τη νύχτα).

Οι μυλωνάδες που εργάζονταν στο μύλο, ο οποίος ήταν συνήθως χτισμένος σε μέρος μακριά από τον καθαγιασμένο χώρο του οικισμού δίπλα σε ποτάμι, είχαν πάρε δώσε με καλικαντζάρους. Τα Φώτα όλα τα πονηρά πνεύματα φεύγουν με τον αγιασμό..

Το «Χριστόξυλο»
Κλαδιά δέντρων, ανάλογα με την περίσταση, χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, αποτροπή επιβλαβών ζωυφίων, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα.

Έτσι η ελιά σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας εξαιτίας του αειθαλλούς της φυλλώματος και του εξαιρετικά θρεπτικού και υγιεινού καρπού της, χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να έχει την μεγαλύτερη χρήση στα χαρακτηριστικά περάσματα του ανθρώπινου κύκλου της ζωής (από τη γέννηση ως το θάνατο), αλλά και στον κύκλο του χρόνου (από τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, την Πρωτομαγιά). Αλλά και το πουρνάρι (δρυς, δέντρο), η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται εθιμικά για τον αποχρωματισμένο τελετουργικά στολισμό των σπιτιών κατά τη διάρκεια του χρόνου.

Στη Χίο το βράδυ της παραμονής ομάδες παιδιών ή άντρες γύριζαν στα σπίτια με τύμπανα και φλογέρες ή με μουσική και έψαλλαν τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΛΤΣΑΣ

Υπήρχε κάποτε ένας ευγενικός και καλόκαρδος κύριος όπου η γυναίκα του είχε πεθάνει από βαριά αρρώστια και τον είχε αφήσει απογοητευμένο με τρεις κόρες να μεγαλώσει...
Μετά που έχασε όλα του τα χρήματα σε ανώφελες και κακές επενδύσεις, η οικογένειά του χρειάστηκε να μετακομίσει σε μια χωριάτικη καλύβα, ενώ οι τρεις του κόρες έκαναν μόνες τους το μαγείρεμα, το ράψιμο και το καθάρισμα του σπιτιού.



Όταν ήρθε ο καιρός να παντρευτούν οι κόρες, ο πατέρας έπεσε σε μεγαλύτερη κατάθλιψη εφόσον οι κόρες του δεν θα έβρισκαν να παντρευτούν χωρίς προίκα και χρήματα για να δώσουν στην νέα οικογένεια του συζύγου τους. Μία νύχτα, μετά που οι κόρες είχαν πλύνει και απλώσει τα ρούχα τους και τις κάλτσες τους στο τζάκι για να στεγνώσουν, έπεσαν για ύπνο.

Ο Άγιος Βασίλης γνώριζε την απόγνωση και την ατυχία του πατέρα και σταμάτησε στο σπίτι του. Κοίταξε μέσα από το παράθυρο και είδε ότι η οικογένεια είχε πέσει για ύπνο. Επίσης παρατήρησε και τις κάλτσες των κοριτσιών που κρέμονταν στο τζάκι. Και τότε του ήρθε η έμπνευση και αφού πήρε από το πουγκί του τρία μικρότερα πουγκιά με χρυσό, πήγε και τα πέταξε με προσοχή από την καμινάδα έτσι ώστε να πέσουν μέσα στις κάλτσες.

Το επόμενο πρωί που ξύπνησαν οι κόρες, βρήκαν για μεγάλη τους έκπληξη τις κάλτσες τους να περιέχουν χρυσάφι. Έτσι ο ευγενής πατέρας τους θα κατάφερνε να δει τις κόρες του να ζουν ευτυχισμένες και μια καλή ζωή με αυτό το χρυσό, και έζησε πολλά πολλά χαρούμενα χρόνια και ο ίδιος.

Τα παιδιά όλου του κόσμου συνέχισαν την παράδοση να κρεμούν κάλτσες τα Χριστούγεννα στο τζάκι τους με την ελπίδα να τους τις γεμίσει ο Άγιος Βασίλης. Αυτό το έθιμο κρατά σε πολλές με μερικές παραλλαγές.

Στην Γαλλία τα παιδιά τις βάζουν δίπλα στο τζάκι, ενώ στην Ολλανδία τις γεμίζουν με άχυρο και καρότα για τα ελαφάκια του Άγιου Βασίλη. Στην Ουγγαρία τα παιδιά γυαλίζουν τα παπούτσια τους πριν τα βάλουν δίπλα στο τζάκι ή το παράθυρο. Στην Ιταλία τα παιδιά αφήνουν τα παπούτσια τους έξω κατά τα Θεοφάνια, για να τα βρει η καλή μάγισσα. Και τέλος, στο Πόρτο Ρίκο τα παιδιά βάζουν κάτω από τα κρεβάτια τους πρασινάδα και λουλούδια για τις καμήλες των τριών Μάγων.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

ΠΑΡΑΜΥΘΕΝΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Αφράτο χιόνι κρατά συντροφιά στο χρυσαφένιο φως που ξαπλώνει επάνω του!
1
2. Τίποτα πιο κλασικό από τις κατακόκκινες μπάλες επάνω στο δέντρο!
2
3. Πάντα χάζευα τον τρόπο που χιλιάδες παιχνίδια χωράνε στο μαγικό σάκο του Άγιου Βασίλη!
3
4. Ηλιοβασίλεμα, στολισμένα σπίτια και χαρούμενοι άνθρωποι στους δρόμους!
4
5. Το μπλε του χειμωνιάτικου δειλινού επικρατεί γλυκά στο δάσος!
5
6. Έξω παγωνιά, μέσα ζεστασιά, με την οικογένεια να περιμένει πλάι στο τζάκι την επιστροφή σου!
6
7. Κόκκινο, πράσινο, χρυσό: τα χρώματα των Χριστουγέννων σε ένα ολοστόλιστο σπίτι!
7
8. Είναι Χριστούγεννα, ευκαιρία για τα παιδιά να φτιάξουν ένα χαριτωμένο χιονάνθρωπο με τα όλα του!
8
9. Ο Άγιος Βασίλης τρυφερός με κάθε πλάσμα της Γης!
9
10. Υπάρχει κάτι πιο όμορφο από το θέαμα φωτισμένων σπιτιών από τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια;
10
11. Το χιόνι παχύ, τα ζώα ψάχνουν τον Άγιο Βασίλη και εμείς ανταλλάζουμε ιστορίες στο σαλόνι!
11
12. Φέτος ήσουν καλό παιδάκι, γι’ αυτό κι εγώ σου άφησα το αγαπημένο σου δώρο κάτω από το δέντρο!
12
13. Η άμαξα μαρτυρά τις διαδρομές και τα σύννεφα τις συζητούν!
13
14. Σε πολλά σπίτια στολίζουν δέντρα και μέσα και έξω από το σπίτι!
14
15. Και μια χριστουγεννιάτικη εικόνα από Βικτωριανή περίοδο!
15
16. Τα δώρα δεν έρχονται μόνο από την καμινάδα, αλλά κρύβονται και στη ταχυδρομική θυρίδα!
16
17. Και πάντα να σκεφτόμαστε τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη!
17
Καλά Χριστούγεννα!


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2014/12/blog-post_44.html#ixzz3L6vzZJhJ

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

10 ΚΛΑΣΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ.






Τα Χριστούγεννα αποτελούν μια ξεχωριστή γιορτή για όλους και ιδιαίτερα για τη λογοτεχνία, που έχει τιμήσει με ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα της τη λαμπρότερη μέρα του χρόνου. Από τα άπειρα βιβλία που έχουν γραφτεί τους δύο τελευταίους αιώνες για τα Χριστούγεννα διαλέγουμε δέκα από τους πιο σημαντικούς (αλλά και τους πιο συναρπαστικούς) παγκοσμίως τίτλους:

«Παραμονή Χριστουγέννων» (1832) του Νικολάι Γκόγκολ. Μια νουβέλα από την Ουκρανία όπου ο διάβολος επιχειρεί έναν τελευταίο γύρο θριάμβου προτού επιστρέψει στην κόλαση (νύχτα Χριστουγέννων γαρ), αλλά ο Θεός βρίσκει τον τρόπο να ακυρώσει όλα τα σχέδιά του και να διακηρύξει την απέραντη αγάπη του, η οποία θα αποτρέψει τους κακούς και θα φωτίσει τους δίκαιους.


«Έμμα» (1815) της Τζέιν Όστεν.
Ένα μυθιστόρημα από την παλαιά Αγγλία όπου μια χριστουγεννιάτικη βραδιά με πολύ χιόνι μια παρέα νέων θα ζήσει τις χαρές της ηλικίας της ανταλλάσσοντας μυστικά και ψέματα που αντανακλούν τα κοινωνικά ταμπού αλλά και τα ρομαντικά ιδεώδη της εποχής: φινιρισμένο γράψιμο και ανάγλυφα χτισμένοι χαρακτήρες.

«Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) του Καρόλου Ντίκενς. Ένα βρετανικό μυθιστόρημα για την ηθική μεταμέλεια ενός ορκισμένου τσιγκούνη, του διαβόητου Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα ανακτήσει με πανηγυρικό τρόπο την ανθρωπιά του ύστερα μια άκρως διδακτική συνάντηση με τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων: το πνεύμα του παρελθόντος, το πνεύμα του παρόντος και το πνεύμα του μέλλοντος.
 
«Το χριστουγεννιάτικο έλατο» (1844) του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Η διάσημη ιστορία του Δανού παραμυθά για ένα έλατο που θα θαμπωθεί από τη λάμψη την οποία θα εκπέμψει κατά τη διάρκεια των γιορτών σε όλους τριγύρω του. Το έλατο θα πάρει παρόλα αυτά ένα γερό μάθημα για τη ματαιοδοξία του όταν θα έρθει η ώρα του ξεστολίσματος που θα το οδηγήσει στη σιωπή και τη μοναξιά της σοφίτας.
 
«Η περιπέτεια του πολύτιμου λίθου» (1892) του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία του Σέρλοκ Χολμς όπου ο επιφανέστερος ντετέκτιβ της Βρετανίας θα χρειαστεί προκειμένου να εξηγήσει τη σκοτεινή υπόθεση την οποία διερευνά να καταφύγει στις συνήθειες της εορταστικής γαστρονομίας και στα μυστικά που κρύβει μια γεμιστή χήνα.

«Οι νεκροί» (1914) του Τζέιμς Τζόις. Μια ιρλανδέζικη ιστορία για μιαν ολόφωτη βραδιά Χριστουγέννων όπου ο ήρωας, ο οποίος αποτελεί αυτοβιογραφικό πορτρέτο του συγγραφέα, θα δοκιμάσει να ξεπεράσει τη μελαγχολία του αναζητώντας ορισμένα ζωτικά σημεία συνεννόησης με όσους τον περιβάλλουν. Η προσπάθειά του θα τον βοηθήσει να συνειδητοποιήσει το νόημα της πορείας που διάλεξε και το βάρος των αποφάσεων οι οποίες τον έχουν προσδιορίσει.
 
«Τα Χριστούγεννα του Ηρακλή Πουαρό» (1939) της Άγκαθα Κρίστι. Ένα μυθιστόρημα από τη βασίλισσα της βρετανικής αστυνομικής παράδοσης, όπου ο ακαταπόνητος Βέλγος ντετέκτιβ Ηρακλής Πουαρό θα κληθεί εν μέσω Χριστουγέννων να ανακαλύψει τι ακριβώς κρύβεται πίσω από το σατανικό παιχνίδι το οποίο θα διοργανώσει εις βάρος της οικογένειάς του ένας πολυεκατομμυριούχος.
 
«Μια χριστουγεννιάτικη ανάμνηση» (1956) του Τρούμαν Καπότε. Η ζωή στην αμερικανική εξοχή και η τρυφερή φιλία ανάμεσα σε ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αρκετά μεγαλύτερό του. Αυτοβιογραφικό διήγημα που αναφέρεται στη δεκαετία του 1930, εξυμνώντας το αγαθοεργό πνεύμα των Χριστουγέννων.
 
«Πίνοντας μηλίτη με τη Ρόζι» (1959) του Λόρι Λι. Ο συγγραφέας ανακαλεί τα Χριστούγεννα των παιδικών του χρόνων στο Γκλότσεστερ της Αγγλίας λίγο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σ΄ένα μυθιστόρημα που μιλάει για τις αρετές ενός τρόπου ζωής ο οποίος θα σαρωθεί οσονούπω από την επερχόμενη τεχνολογία. 

«Γράμματα από τον Αϊ Βασίλη» (1976) του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Συλλογή από επιστολές που έγραψε ο άγγλος συγγραφέας κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930 για τα παιδιά του.
 Οι επιστολές τυπώθηκαν τρία χρόνια μετά τον θάνατό του και εξιστορούν τις περιπέτειες τις οποίες αντιμετωπίζουν ο Αϊ Βασίλης και οι βοηθοί του σε ένα σκηνικό με εντυπωσιακά χρώματα και παράξενα ελκυστικές μορφές, που θυμίζουν τους μυθιστορηματικούς ήρωες του Τόλκιν.


Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2013/12/10_27.html#ixzz3Kx72WF1S

¨ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΤΙΚΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ" ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ ΔΕΛΤΑ





Στη σκηνή του Ομέρ Βρυώνη, οι πασάδες όλοι μαζεμένοι συζητούσαν.
Ήταν ν' αποφασιστεί, πριν ξημερώσει, αν εσήμανε ή όχι η ώρα να πάρουν το Μεσολόγγι.
Η νύχτα ήταν σκοτεινή, το κρύο δυνατό, η ώρα περασμένη. Μα ειδήσεις είχαν φθάσει και ο Ομέρ είχε συγκαλέσει τους αρχηγούς, ανυπόμονος να τους ανακοινώσει τα μαντάτα και να εξασφαλίσει τη συγκατάθεση τους.
Ένδεκα χιλιάδες στρατός περιέζωνε για δύο ολόκληρους μήνες το χωριό, που ήταν τότε το ερημωμένο Μεσολόγγι, και δυο δοξασμένοι στρατηγοί, ο Κιουταχής και ο Ομέρ Βρυώνης, αμιλλούνταν ποιος να το πρωτοπάρει. Τα οχυρώματα ήταν χωματένια, μισογκρεμισμένα κι ελεεινά. Μέσα - που να το ήξεραν τότε οι Τούρκοι! - τριακόσια εξήντα παλικάρια όλα-όλα, διαφέντευαν την ημέρα και ξανάχτιζαν τη νύχτα τις χαλάστρες που άνοιγαν στον τοίχο τα τούρκικα κανόνια.
Από καιρό επέμεινε ο Κιουταχής πως μόνο με το σπαθί και τη φωτιά θα βάλουν γνώση στους Γκιαούρηδες και θα φέρουν σε λογαριασμό τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Μάρκο Μπότσαρη, που πεισμάτωναν στην τρέλα τους ή να ελευθερώσουν τη χώρα ή να ταφούν μες στα ερείπια στης. Μα ο Ομέρ Βρυώνης, που μελετούσε την κατάκτηση του Μωριά και που ήθελε το Μεσολόγγι στρατιωτική του βάση, επέμενε να το πάρει με το καλό.
Και λόγια βαριά ανταλλάχθηκαν μεταξύ στους δυο στρατηγούς.
Γιατί τους είχαν παίξει οι Γκιαούρηδες, και πολύτιμος καιρός πήγε χαμένος σε συζητήσεις και διαπραγματεύσεις· ώσπου, ένα πρωί, ξαφνισμένοι είδαν οι πασάδες τον υπερήφανο στόλο του Ισούφη να σκορπά και να χάνεται μπρος σε επτά Υδρέικα καραβάκια, που με απλωμένα τα πανιά μπήκαν στη λιμνοθάλασσα και προκλητικά άραξαν στο Μεσολόγγι.
Και όταν συνήλθαν από τη σάστισή τους οι πασάδες, και παραπονέθηκαν και αγρίεψαν και πρόσταξαν την πόλη να παραδοθεί, τους αποκρίθηκε αυθάδικα ο Μάρκος Μπότσαρης: - Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.
Άφριζε ο Κιουταχής, γιατί είχε μπει πια μέσα ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με επτακόσιους Μανιάτες, μαζί και ο Ζαΐμης, μαζί και ο Δεληγιάννης. Έβριζε και φώναζε ο οργισμένος πασάς, πως ξεφόρτωσαν πια τα Υδρέικα καράβια όπλα και πολεμοφόδια, και πως ποτέ πια δε θα παραδοθεί το Μεσολόγγι, αν δε χαθούν πρώτα πολλοί πιστοί και αν δεν πνιγούν οι Γκιαούρηδες στο αίμα.
Λόγια πικρά είχε ξεστομίσει ο Κιουταχής, και βαριά το έφερε ο Ομέρ Βρυώνης, τάχα πως αυτός είχε ταπεινώσει το γένος των πιστών, από πονοψυχιά για μια φούχτα σκύλους άπιστους.
Και το έφερε βαριά, γιατί, μες στα τραχιά λόγια του Κιουταχή, διέβλεπε την άλλη κατηγορία, που δόλια την κρυφομετάλεγαν φθονεροί αντίζηλοι του, τάχα πως γκιαούρικο αίμα έτρεχε και στις δικές του φλέβες, και γι' αυτό λιποψυχούσε κάθε φορά που είχε να το χύσει σφάζοντας Χριστιανούς.
Είχε περάσει νύχτες άυπνες, ξαπλωμένος στη σκηνή του ο αγέρωχος Αρβανίτης, γιατί το έβλεπε και αυτός πως η κατάσταση άρχιζε να γίνεται κρίσιμη στο τούρκικο στρατόπεδο. Μετά την καταστροφή της Πέτας, σαν του έστειλαν οι Ρωμιοί τον Βαρνακιώτη για συνεννόηση, το νόμισε μεγάλο θρίαμβο που τον κατάφερε να προσκυνήσει και να προδώσει εκείνους που τον έστειλαν· και όμως, από τότε, πολλοί οπλαρχηγοί ξανάπιασαν τα βουνά κι έκοβαν τις συγκοινωνίες και όπλιζαν τους πληθυσμούς κι έφερναν χίλιες δυσκολίες στους πιστούς· και το κρύο είχε πιάσει, οι βροχές είχαν πλημμυρίσει το στρατόπεδο, το ψωμί σπάνιζε και οι στρατιώτες άρχισαν να γρινιά-ζουν. Και ύστερα από δύο ολόκληρους μήνες, ούτε κατά μια σπιθαμή δεν είχε προχωρήσει η επιχείρηση του υπερήφανου πασά.
Μα επιτέλους, τώρα είχαν φθάσει οι ειδήσεις που με τόση αγωνία τις περίμενε! Η τύχη είχε γυρίσει, ο Αλλάχ ήταν μαζί του. Τώρα ήλθε η ώρα να διαψεύσει το θρύλο της χριστιανικής του καταγωγής. Αύριο θα πνίξει το Μεσολόγγι στο αίμα.
Ξημέρωνε παραμονή των Χριστουγέννων.
Πλάγι στη σκηνή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.
Οι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δουλειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.
Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.
-Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.
Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε: - Εσύ, κάθισε αυτού και γράφε.
Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα-πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγόρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:
«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Μεσολόγγι».
- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματίσεις στο Μεσολόγγι - πρώτα ο Θεός...
Μα το πρόσωπο του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμπος από το μυρωδάτο ποτό.
-Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνοντας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρφια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.
Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τελευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:
«Κοίταξε να μάθεις πού πάγει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αρματωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Μεσολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι».
Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούριζε του Ισμαήλ Πλιάσα.
- Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά. Οι δυο πασάδες σώπασαν.
Έριξε ο Αλβανός μια πλαγινή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυφομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι, φώναξε:
- Ή αύριο ή ποτέ.
Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέλασε και είπε:
- Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μας έρχονται δεξιά!
Με το κεφάλι, χαμογελώντας, τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.
-Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα.
Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.
Έφευγε, λέει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγγι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλλάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.
Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρωπος του τις ετοιμασίες στα Ελληνικά καράβια· 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χριστουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κατάλληλη ώρα...
Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαγινό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμπρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.
-Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή.
Και μ' ένα αρνητικό σήκωμα του κεφαλιού πρόσθεσε:
-Μπα, δε μιλάει αυτός!
-Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.
Ο Ομέρ χαμογέλασε.
-Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπος μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναίκα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ' όσα λέμε... - με το χέρι έκοψε τον αέρα: Έννοια σου!... Δε μιλάει αυτός.
Κάθισε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξακολούθησε τις εξηγήσεις του.
Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνατο· από κει θα γίνει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σήμαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γίνει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρουροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύλαχτο το ανατολικό μέρος...
Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον καφέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.
Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμαλωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν' αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλλιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του...
Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι' την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθίσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.
Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρφια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρίαση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων.
Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβήχθηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας.
Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.
- Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυθεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερντέ και πήγαινε· δε σε θέλω πια.
Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.
Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο.
Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες· αύριο χριστουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δε θα το πάρουν... Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχός Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.
Μα θα μπορέσει να το σώσει;
Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοίχους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει πουλιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότωναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων...
Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε και, λίγο-λίγο, απόσβηνε και από ένα καρβουνάκι και σκορπούσε η στάχτη.
Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της... Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά· γελούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βάρος της σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει...
Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων...
Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά· ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω.
Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέραντη από λάσπη.
Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέραντη από αίμα χριστιανικό... γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες...
-Ε, μπαρμπα-Γιάννη, για πού;
Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλίτη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προσευχή.
Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.
-Πάγω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρίθηκε, για το μεζέ του αφέντη.
Του φώναξε ο Τούρκος:
- Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!
Και κακανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμένος κατά την ανατολή.
Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.
Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέννων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μονάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρωικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων· μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.
Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετήσει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βράδυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.
Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματήσει τις επιχειρήσεις τους· το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφηναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι.
Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδρέικα καράβια...
Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώρι...
Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντίλι τού έγνεφε να πλησιάσει.
Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.
- Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;
- Έλα, μη φοβάσαι... είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.
Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρωπο.
Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκοπος· τα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σα να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.
Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμουδιά, κοντά του.
-Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:
- Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράματα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ρι-χθούν οι Τούρκοι.
Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.
- Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα 'πε όλα αυτά;
-Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός.
Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξαναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανίκι.
- Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσολόγγι.
Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θανάσης ταράχθηκε.
-Πώς τα 'μαθές αυτά που λες; ρώτησε.
-Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και τ' άκουσα.
- Ποιοι ήταν οι πασάδες;
Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπούσαν οι Τούρκοι, γιατί ήξεραν πως ήταν το πιο αδύνατο.
- Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι απ' αλλού, μην τους πιστέψετε.
Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.
- Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.
Ο ξένος έκανε ν' απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια. Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.
- Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.
Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπο του, η όψη του ήταν αναλυμένη.
- Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, έκανε, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου...
Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε και χάθηκε στο σουρούπωμα.
Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.
Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφτασε. Τρεχάτος πήγε στου Μάκρη και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα καράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άντρες, και με τον Τσαλαφτίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα· την ίδια ώρα ο αρχιεπίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμινια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη δε θα γίνει, παρά θ' αγρυπνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.
Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύλη του οχυρώματος· ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πήραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ροζοκότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολικό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περίμεναν σιωπηλά. Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.
Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σκοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατολικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δυο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οκτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.
Όλη νύχτα, από τα δύο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ούτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησίες ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.
Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογογούσαν τους άντρες, και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.
Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαντρα σήμαναν τη λειτουργία.
Και τότε άρχισε το πανηγύρι.
Από τη μίαν άκρη στην άλλη του τοίχου, φωνές και αλαλαγμοί σχίζουν τον αέρα' με τα σπαθιά στα δόντια ορμούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες. Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.
Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα σιωπηλά, αρπάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι· τρίζοντας τα δόντια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς· τα σπαθιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.
Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο.
Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμένοι, υποχωρούν και φεύγουν.
Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρνουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι.
Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.
Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα.
Τ' ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά, και κλειούν το Μακρυνόρος.
Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει. Παραμονή Άη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν, που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πασάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.
Έτσι εόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του 1822.
Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν ν' ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησιδάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.
Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χριστιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει.
Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.
Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο· ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από που ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης· τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.
Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του.
Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απείραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του· τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του που, με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρωση του Μεσολογγίου.
Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

Πηγή: http://e-didaskalia.blogspot.com/2013/12/blog-post_3432.html#ixzz3Kx69zLqK